Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μένι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μένι το.
  • Παρακώλυση, απαγόρευση·
    • φρ. κάνω μένι κάπ. = αποτρέπω, εμποδίζω (πβ. τουρκ. men’etmek):
      • (Συναδ. φ. 189r).

[<τουρκ. men. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Κουκκίδης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες