Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μέλος (I) το.
-
- 1) Μέλος του σώματος:
- (Ασσίζ. 3415), (Ερωφ. Έ 187)·
- (μεταφ.):
- την Πόλιν την πανάτυχον, το μέλος το οικείον (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 185)·
- Το ίδιον μέλος, … άνδρα ευλογητικό της (Βεντράμ., Γυν. 113).
- 2) (Πληθ.) ολόκληρο το σώμα:
- χώνεψε (ενν. ω γης) τα μέλη μου (Ερωτόκρ. Δ́ 247).
- 3) (Μεταφ.) κάθε άτομο που ανήκει σε μια ομάδα ή σ’ ένα σύνολο:
- ο Αρσένιος έναι … μέλος της εκκλησίας της … Ρώμης (Ιστ. πατρ. 14817).
- 4) Τμήμα (κατοικημένου) χώρου, περιοχή:
- της γης ο άνεμος έσεισε όλα τα μέλη (Σκλάβ. 210).
- Φρ.
- 1) Μέλη και μέλη ποιώ ή κόβω κάπ. = κομματιάζω:
- (Διγ. Esc. 4), (Φλώρ. 1434).
- 2) Κόβονται τα μέλη μου, βλ. κόπτω Φρ. 8.
- 3) Τρομάζουν τα μέλη μου = τρομάζω, φοβάμαι, δειλιάζω:
- (Σταυριν. 1246).
- 4) Σπαράζουν τα μέλη μου = τρέμω από συγκίνηση:
- (Ιμπ. 402), (Αχιλλ. (Smith) Ν 133).
[αρχ. ουσ. μέλος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μέλος του σώματος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μέλος (II) το.
-
- 1) Μουσική, μελωδία:
- (Λόγ. παρηγ. O 170), (Διγ. Gr. 1382).
- 2)
- α) Τραγούδι:
- πολεμικόν μέλος (Βίος Αλ. 3618)·
- μέλη σειρήνια (Διγ. Z 1654)·
- β) μέρος της υπόθεσης ποιήματος, ποίημα:
- (Διγ. A 278)·
- αφέντης μέγας έγινεν, ως έτρεχεν το μέλος (Ιμπ. (Legr.) 1045).
- α) Τραγούδι:
- 3) (Συνεκδ.) μουσικό όργανο:
- όργανα, σείστρα, τύμπανα, βούκινα, μέλος άπαν (Λίβ. Sc. 3168).
[αρχ. ουσ. μέλος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μουσική, μελωδία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέλος 1 το [mélos] Ο46 : 1α. (για πρόσ.) καθένα από τα άτομα που σχηματίζουν μια ομάδα: ~ μιας κοινωνίας. Οικογένεια με τέσσερα μέλη· τους γονείς και δύο παιδιά. || για ομάδα επίσημα συγκροτημένη: ~ συλλόγου / σωματείου / επιτροπής / κόμματος / διοικητικού συμβουλίου. Aπλό / ενεργό / ιδρυτικό ~. Tακτικό / αναπληρωματικό / επίτιμο ~. β. για νομικό πρόσωπο που συμμετέχει σε ευρύτερη ομάδα: Tα μέλη μιας συμμαχίας / ενός διεθνούς οργανισμού. Xώρα ~ του ΟHΕ. Ομοσπονδίες μέλη της ΓΣΕΕ. 2α. καθένα από τα τμήματα που συγκροτούν ένα σύνολο: Δομικά / αρχιτεκτονικά μέλη ενός κτιρίου. || (μαθημ.) Πρώτο / δεύτερο ~ μιας ισότητας / μιας ανισότητας, καθένα από τα τμήματά τους που βρίσκεται αντίστοιχα αριστερά ή δεξιά από το ενδεικτικό σημείο. β. μέρος του σώματος των ανθρώπων ή των ζώων και κυρίως τα άνω και τα κάτω άκρα: Tρέμουν / μουδιάζουν τα μέλη μου από το φόβο. Aκρωτηριασμένα μέλη. Tα απόκρυφα* μέλη του σώματος.
[λόγ.: 2β: αρχ. μέλος· 1, 2α: σημδ. γαλλ. membre]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέλος 2 το : (λόγ.) η μελωδία: Tα ομηρικά έπη δε νοούνται χωρίς ~. Γρηγοριανό* ~. Aμβροσιανό ~, μονοφωνικό λειτουργικό άσμα που συνοδεύει τη λατινική λειτουργία.
[λόγ. < αρχ. μέλος]