Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέλλω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μέλλω· μτχ. ενεστ. μελλάμενος· μελλούμενος.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Σκέπτομαι, σκοπεύω:
      • (Παλαμήδ., Βοηβ. 1058), (Διγ. O 1800).
    • 2) Είμαι προορισμένος από τη μοίρα να …, πρόκειται να …:
      • (Αλφ. καταν. 40), (Πανώρ. Έ 356).
    • 3) (Το γ́ εν. απρόσ.)
      • α) πρόκειται να συμβεί, είναι «γραφτό», πεπρωμένο:
        • μέλλει ν’ αποθάνω (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 498
        • την Κρήτην έμελλεν ογλήγορα να χάσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4472
      • β) πρέπει:
        • Κατά τας πράξεις ο καθείς τον μισθόν να έχει μέλλει (Κορων., Μπούας 148
      • γ) οφείλει, πρέπει σύμφωνα με το δίκαιο:
        • Περί πάντων των πραγμάτων … τείντα μέλλει να πλερώσουν (Ασσίζ. 2376).
    • 4) Αναμένω, περιμένω:
      • άλλα πάλιν μέλλασιν να έλθει ο καιρός τους (Χρον. Μορ. P 886).
  • II. Μέσ.
    • 1) Είμαι προορισμένος από τη μοίρα να υποστώ κ., μου είναι «γραφτό», πεπρωμένο:
      • 'Σ τούτον τον τρόπον μέλλομαι … ν’ απεθαίνω; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [749]).
    • 2) (Το γ́́ εν. απρόσ.)
      • α) πρόκειται να συμβεί, είναι πεπρωμένο:
        • μέλλεται να χάσεις τη βασιλειά σου (Ερωφ. Δ́ 538
      • β) πρέπει:
        • οπού κρίνει μέλλεται τά κρίνει να τα γνώθει (Φαλιέρ., Ιστ. 50).
    • 3) (Με υποκ.) επιφυλάσσεται, έχει προδιαγραφεί κ. για κάπ.:
      • μια κατάσταση αγαθή κι εσένα, θυγατέρα, να μέλλεται … απού του Ζευς τη χέρα (Ροδολ. Β́ 396).
  • Οι μτχ. ενεργ. και μέσ. ενεστ. ως επίθ. =
    • 1)
      • α) Μελλοντικός:
        • του πυρός του μέλλοντος λύτρωσε (Θρ. Θεοτ. 122
        • η μελλάμενη παίδευσις (Χούμνου, Κοσμογ. 2740
      • β) προκ. για τον Μεσσία:
        • να 'λθει ο μελλάμενος (Χούμνου, Κοσμογ. 2014).
    • 2) Μοιραίος:
      • Ω μέρα σήμερον για με τόσον μελλάμενή μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1201]).
  • Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ. =
    • 1) Πεπρωμένο:
      • το μελλάμενο κανείς ουδέν το ξεύρει (Αλεξ. 1241
      • το μελλούμενο … οπίσω δε γυρίζει (Φορτουν. Έ 314).
    • 2) Ως προσωποπ.:
      • (Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. 103).

[αρχ. μέλλω. Το γ́ εν. απρόσ. και σήμ. Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ‑ούμενο ως ουσ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέλλων μέλλουσα μέλλον [mélon] Ε12 : (λόγ.) 1α. μελλοντικός: Οι μέλλουσες γενεές. || (εκκλ.): H μέλλουσα Kρίση, που θα γίνει για όλους τους ανθρώπους κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Xριστού στη γη. Mέλλουσα ζωή, που ακολουθεί το θάνατο. β. ιδίως για το άμεσο μέλλον: Ο ~ σύζυγος / γαμπρός / πεθερός. H μέλλουσα σύζυγος / νύφη / πεθερά. H μέλλουσα μητέρα, η γυναίκα που σύντομα πρόκειται να γεννήσει. 2. (ως ουσ.) α. τα μέλλοντα, τα γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον· τα μελλούμενα. β. (λόγ.) ο μέλλων, ο μέλλοντας.

[λόγ. < αρχ. μέλλων (δες στο μέλλει) (2β: λόγ. ελνστ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες