Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέλισσα η [mélisa] Ο27 : 1α. υμενόπτερο έντομο που ζει σε κοινωνίες και παράγει το μέλι και το κερί: Tο κεντρί της μέλισσας. Σμήνος / κοινωνία των μελισσών. Σε κάθε κυψέλη υπάρχει η βασίλισσα, οι θηλυκές μέλισσες (εργάτριες) και οι αρσενικές μέλισσες (κηφήνες). Άνθρωπος εργατικός σαν ~. β. ομαδικό, ιδίως κοριτσίστικο, παιχνίδι, που συνοδεύεται από ορισμένο τραγούδι για τη μέλισσα: Παίζουν τη ~. 2. (λαϊκότρ.) το μελισσοβότανο.
[1: αρχ. μέλισσα· 2: μελισσοβότανο με παράλειψη του β' συνθ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέλισσα η.
-
- α) Μέλισσα:
- (Ερωτόκρ. Β́ 958)·
- β) (συνεκδ.) μελίσσι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23318)·
- γ) (μεταφ.) πλήθος στρατού, ασκέρι:
- (Αχέλ. 412).
[αρχ. ουσ. μέλισσα. Η λ. και σήμ.]
- α) Μέλισσα: