Παράλληλη αναζήτηση
66 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέλι το [méli] Ο44 λόγ. γεν. και μέλιτος : 1. παχύρρευστο και πολύ γλυκό υγρό που παράγουν οι μέλισσες από το νέκταρ των λουλουδιών και άλλες φυτικές ουσίες: ~ από πεύκο / από θυμάρι ή θυμαρίσιο ~. Aγνό / νοθευμένο ~. Tρώει ~ με βούτυρο. Σύκα / σταφύλια γλυκά σαν (το) ~. 2α. για κτ. πολύ γλυκό: ~ είναι τα σύκα / τα σταφύλια / το καρπούζι. ΠAΡ Aγάλι* αγάλι γίνεται η αγουρίδα ~. β. (μτφ.) για κτ. πολύ ευχάριστο: ~ έχει εκεί και πηγαίνεις συνέχεια; ~ είναι τα λόγια του. ΦΡ στάζει η γλώσ σα* (του) ~. ~ γάλα, για αρμονικές ανθρώπινες σχέσεις, ιδίως ύστερα από σχετική διατάραξη: Είχαν μαλώσει αλλά τώρα γίνανε πάλι ~ γάλα. Είμαστε / τα περνάμε ~ γάλα, για πολύ καλή κατάσταση. (έκφρ.) κολλώ σαν τη μύγα* (μες) στο ~. ο μήνας του μέλιτος ή σελήνη του μέλιτος, η χρονική περίοδος, συνήθ. ενός μηνός, που ακολουθεί το γάμο. ταξίδι του μέλιτος, το γαμήλιο ταξίδι.
[αρχ. μέλι]
- μέλι (I) το· μέλιν.
-
- 1) Το προϊόν των μελισσών, μέλι:
- (Ασσίζ. 4503), (Ερωτόκρ. Γ́ 1642).
- 2) (Μεταφ.) καθετί που προκαλεί ευχαρίστηση:
- (Δεφ., Λόγ. 492)·
- Ζάχαρη, μέλι και δροσιά έναι τ’ ανάβλεμμά σου (Ch. pop. 276)·
- (ειδικ. προκ. για την ερωτική απόλαυση):
- της φιλιάς το δροσισμένο μέλι (Ριμ. κόρ. 670)·
- η νεότης … ορέγεται να τρω συχνά το μέλι (Περί γέρ. (Δαν.) 88).
- Φρ.
- 1) Ρέω γάλα και μέλι, βλ. γάλα 3.
- 2) Γίνονται όλα μέλι = επέρχεται συμφιλίωση:
- (Ερωτόκρ. Έ 1206).
- 3) Τα χείλη (μου) μέλι κυματούν = μιλώ με γλυκύτητα, ευγλωττία:
- (Ερωφ. Πρόλ. 65).
[αρχ. ουσ. μέλι. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Το προϊόν των μελισσών, μέλι:
- μέλι (II) το.
-
- α) Μέλος του σώματος:
- όλος αποκρυγαίνει κι ουδένα μέλι εσάλευγε (Ερωφ. Έ 129)·
- β) κομμάτι:
- να μελίσει αυτό (ενν. το ολοκαύτωμα) εις τα μέλια του (Πεντ. Λευιτ. I 12).
[<πληθ. του ουσ. μέλος. Ο πληθ. ‑ια και σήμ. ποντ.]
- α) Μέλος του σώματος:
- μελιά η [melá] Ο24 : είδος φυλλοβόλου δέντρου.
[αρχ. μελία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- μελιάς ο [melás] Ο1 : ο ιξός.
[ίσως μέλ(ι) -ιάς]
- μελιγγάρι το.
-
- Ονομασία φυτού:
- (Ιατροσ. κώδ. Ϡξζ́).
[<ιταλ. melegario. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ονομασία φυτού:
- μέλιγγας ο,
- βλ. μήλιγγας.
- μελίγγι το [melíngi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το μηνίγγι.
[μσν. μηλίγγι με τροπή του άτ. [i > e] πριν από [l] < ελνστ. μηνίγγιον με ανομ. [m-n > m-l] υποκορ. του αρχ. μῆνιγξ ἡ]
- Μελιγκός ο· Μελιγός· Μιλιγκός.
-
- Σλαβικό φύλο της Πελοποννήσου εγκαταστημένο στις δυτικές πλαγιές του Ταΰγετου:
- ο ζυγός των Μελιγών (Χρον. Μορ. H 2993).
- Η λ. και οι τ. συν. στη γεν. εν. σε τοπων.:
- (Χρον. Μορ. Ρ 3032, 1718, 4531).
[αβέβ. ετυμολ. Ο τ. Μι‑ το 10. αι. (γρ. Μηλιγγ‑· ODB, λ. Melingoi)]
- Σλαβικό φύλο της Πελοποννήσου εγκαταστημένο στις δυτικές πλαγιές του Ταΰγετου:
- μελίγκρα η [melígra] Ο25α : έντομο που τρώει και έτσι καταστρέφει τα φύλλα των φυτών.
[ίσως < αρχ. μελίκηρα (μαρτυρείται στη σημ.: `γόνος του κοχυλιού της πορφύρας΄ επειδή μοιάζει με κερήθρα) με συγκ. του άτ. [i] (πρβ. αλβ. milingre)]