Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέθυσος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέθυσος ο [méθisos] Ο20 : αυτός που πίνει συχνά οινοπνευματώδη ποτά και μεθάει· μπεκρής: Είναι τεμπέλης και ~.

[λόγ. < αρχ. μέθυσος]

[Λεξικό Κριαρά]
μέθυσος, επίθ.
  • Μπεκρής:
    • (Έκθ. χρον. 3211).

[αρχ. επίθ. μέθυσος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες