Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέθη η [méθi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1. προσωρινή διαταραχή της λειτουργίας του νευρικού συστήματος λόγω υπερβολικής χρήσης οινοπνευματωδών ποτών· μεθύσι: Tο ατύχημα αποδίδεται στο γεγονός ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου βρισκόταν σε κατάσταση μέθης. || H ~ του βυθού / των δυτών, αίσθημα ευφορίας ή, αντίθετα, ανησυχίας που μπορεί να εμφανιστεί σε δύτες, σε βάθη άνω των τριάντα μέτρων. 2. (μτφ.) έντονη συναισθηματική κατάσταση ενθουσιασμού, ευφορίας: H ~ του θριάμβου. H ~ της επιτυχίας / της νίκης / της εξουσίας / της ηδονής. Στη ~ της μάχης. Ερωτική ~.
[λόγ. < αρχ. μέθη]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέθη η· μέθης.
-
- Μέθη:
- (Σπαν. A 242).
[αρχ. ουσ. μέθη. Τ. ‑ή σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Μέθη:
[Λεξικό Κριαρά]
- μεθηλικίωσις η.
-
- Η μετάβαση από μια ηλικία σε άλλη:
- υπερβάς την … νεανικήν μεθηλικίωσιν και την ανδρῴαν … προς την πρεσβυτικήν ετοιμάζετο (Δούκ. 4112‑3).
[<μεθηλικιόομαι (4. αι., Lampe, TLG) + κατάλ. ‑σις. Η λ. τον 4. αι.]
- Η μετάβαση από μια ηλικία σε άλλη: