Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάχομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάχομαι [máxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. πολεμώ: Ο στρατός μάχεται ηρωικά εναντίον του εχθρού. Πέφτει κάποιος μαχόμενος. || Λαοί που μάχονται για την εθνική τους ανεξαρτησία. 2α. καταπολεμώ κτ.: H εκκλησία μάχεται την αθεΐα. β. κάνω μεγάλες προσπάθειες· αγωνίζομαι: H ιατρική μάχεται για τη θεραπεία του καρκίνου. || (μπε.) που χαρακτηρίζεται από δράση: Mαχόμενη δημοσιογραφία. Mαχόμενη δικηγορία, που ασκείται στα δικαστήρια.

[λόγ. < αρχ. μάχομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
μάχομαι μτχ. ενεστ. μαχομένος· ενεργ. μάχω.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Κάνω μάχη, αγωνίζομαι ένοπλα εναντίον κάπ.:
        • (Βίος Αλ. 2641
        • (προκ. για πολιορκία):
          • όπως ο μεν Καντακουζηνός από θαλάσσης, αυτός δε διά ξηράς μάχωνται την Λαοδίκειαν (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 94
      • β) κάνω πόλεμο, βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση:
        • (Χρον. Μορ. H 1216
        • Οι Τούρκοι … έχουν το και φυσικόν … και από νόμου τους Χριστιανούς να μάχονται Χρον. Τόκκων 424·
        • (με σύστ. αντικ.):
          • στην μάχην όπου εμάχετον μετά τον βασιλέα (Χρον. Μορ. H 5216
      • γ) αντιστέκομαι, προβάλλω ένοπλη αντίσταση:
        • τα κάστρη όπου μας μάχονται να θέλομεν τα πάρει (Χρον. Μορ. H 2638
      • δ) έρχομαι σε ρήξη, σε σύγκρουση (με είδος σύστ. αντικ.):
        • προς αλλήλους οι γειτνιώντες … διαφοράς αναμέσον αυτών φυομένας εμάχοντο (Ψευδο-Σφρ. 23630).
    • 2) Προβάλλω αντιρρήσεις, εναντιώνομαι σε κάπ.:
      • Ήκουσεν, ου συγκλίνεται, μάχεται τον πατέρα (Λίβ. Sc. 1155).
    • 3) Καταπονώ, εξαντλώ, βασανίζω (εδώ σε ιδιάζ. χρ. ως παθητ.):
      • από των οικείων ίνα μάχηται (ενν. ο βασιλεύς) (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 209).
    • 4) Αγωνίζομαι για κ., ασχολούμαι (επίπονα) με κ., επιχειρώ, προσπαθώ:
      • εμαχόμην τον σκοπόν πώς να τη χαιρετήσω (Λίβ. N 1929
      • ο Βορράς … μάχεται το Νότο να νικήσει (Ερωτόκρ. Δ́ 1678
      • (σε παροιμ. φρ.):
        • τα ξένα μάχεται και τα δικά τ’ αφήνει (Κυπρ. ερωτ. 1485).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Κάνω μάχη, συμμετέχω σε ένοπλη σύγκρουση:
        • (Βίος Αλ. 4249), (Αχέλ. 2076
        • (ειρων.):
          • μάχετ’ η κοιλιά μου (Κατζ. Ά 28
        • (προκ. για μονομαχία):
          • (Ερωτόκρ. Β́ 1798
        • (μεταφ. προκ. για ψυχική ταραχή):
          • Οι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν το σημάδι και μάχουνται (Ερωτόκρ. Ά 270
        • (μεταφ. προκ. για σφοδρή ταραχή φυσικών στοιχείων):
          • δύο ανέμοι … μάχουνται με τη θάλασσα (Ερωτόκρ. Δ́ 1675
      • β) πολεμώ, βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση:
        • (Χρον. Μορ. H 5571
      • γ) (μεταφ. προκ. για ζώο) επιτίθεμαι βίαια, ορμώ:
        • το αρκούδι μάχεται (Θρ. Κων/π. Βαρβ. 38).
    • 2)
      • α) Φιλονικώ, μαλώνω, λογομαχώ:
        • (Φορτουν. Ιντ. ά 110), (Απόκοπ. 69
      • β) διαπληκτίζομαι:
        • (Λίβ. Sc. 132).
    • 3)
      • α) Συναγωνίζομαι, προσπαθώ να επιβληθώ:
        • (Λίβ. P 2447
      • β) προσπαθώ να αντισταθώ (σε κ.):
        • προς τα δάκρυα μάχεται (Αλφ. ξεν. Αθ. 19
      • γ) (με την πρόθ. διά) υπερασπίζομαι κ.:
        • εμάχουσουν οδιά το όνομά μου (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 433).
    • 4) (Προκ. για σκέψεις, αισθήματα, κ.τ.ό.) συγκρούομαι, αντιβαίνω, βρίσκομαι σε αντίθεση:
      • (Ερωτόκρ. Ά 1648).
    • 5)
      • α) Έχω έχθρα, αποστρέφομαι· μνησικακώ:
        • να μάχεσαι με τους κακούς (Πικατ. 343· Βυζ. Ιλιάδ. 964
      • β) οργίζομαι, «τα βάζω» με κάπ.· απειλώ:
        • με την τύχη εμάχετο (Ερωτόκρ. Ά 1320· Β́ 2082).
    • 6) Αγωνίζομαι, κοπιάζω, μοχθώ:
      • Άνθρωπε, … κακοπαθείς και μάχεσαι, θέλεις ίνα πλουτήσεις (Αλφ. 142).
    • 7) Κατέχομαι από ταραχή, αγωνιώ, βασανίζομαι, στενοχωριέμαι:
      • μάχεται ο βασιλεύς εις λογισμόν του μέγαν (Βυζ. Ιλιάδ. 235· Φλώρ. 400
      • εμαχόμην κατά νου (Λίβ. Esc. 2190).

[αρχ. μάχομαι. Η λ. και σήμ. κοιν., καθώς και σε διάφ. τ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες