Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάχιμος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μάχιμος, επίθ.
  • 1) Ικανός για μάχη, αξιόμαχος:
    • (Προδρ. I 135), (Βίος Αλ. 2001).
  • 2) Που χρησιμοποιείται σε μάχη:
    • σιδηρά μάχιμα όπλα δρεπανηφόρα (Καναν. 311).
  • 3) Εριστικός:
    • Τοιαύτα πέπονθα δεινά … παρά μαχίμου γυναικός (Προδρ. I 269).
  • Το ουδ. ως ουσ. = μάχη, πολεμική σύγκρουση:
    • (Σφρ., Χρον. 625).

[αρχ. επίθ. μάχιμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάχιμος -η -ο [máximos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που είναι κατάλληλος για να συμμετέχει άμεσα: α. (στρατ.) σε μάχη ή γενικά σε πολεμική επιχείρηση: Mάχιμο στρατιωτικό σώμα, όπλο. ~ αξιωματικός, που ανήκει σε μάχιμο σώμα. ~ στρατιώτης και ως ουσ. ο μάχιμος, ικανός από σωματική και πνευματική άποψη· (πρβ. βοηθητικός). β. (μτφ.) σε οποιαδήποτε προσπάθεια, δραστηριότητα, ιδίως ομαδική: Είναι ογδόντα χρονών αλλά παραμένει ~.

[λόγ. < αρχ. μάχιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες