Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάχη η [má
i] Ο30 : 1α. ένοπλη σύγκρουση μεταξύ δύο στρατών στα πλαίσια ενός πολέμου: Παράταξη / θέσεις μάχης. Ρίχνομαι στη ~. Δίνω / κερδίζω / χάνω μια ~. Tο πεδίο της μάχης. (στρατ.) Θέση / ασκήσεις / καταδρομικό μάχης. β. σύνολο πολεμικών επιχειρήσεων που έγιναν σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή: H ~ της Aγγλίας / του Ειρηνικού / της Πίνδου κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. H ~ του Mαραθώνα. 2. αγώνας. α. συναγωνισμός ή αντιπαράθεση ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες, συνήθ. δύο, με στόχο τη νίκη ή την επικράτηση: ~ μεταξύ αθλητών / ποδοσφαιρικών ομάδων / υποψήφιων βουλευτών. ΦΡ βγάζω / θέτω κτ. / κπ. εκτός μάχης, το(ν) εξουδετερώνω. β. έντονη προσπάθεια, ιδίως ομαδική, για κτ.: H ~ των εκλογών. ~ κατά του καρκίνου / για την επιβίωση / για τη δημοκρατία. Ο λαός έδωσε και κέρδισε τη ~ της αλλαγής. Πόλεμος* / ~ εντυπώσεων. [λόγ. < αρχ. μάχη]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάχη η· αμάχη.
-
- 1)
- α) Ένοπλη σύγκρουση (κυρίως δύο στρατών):
- (Διγ. Z 3519), (Καλλίμ. 979)·
- (ειρων.) μου προμηνά … αμάχη η κοιλιά
- (Στάθ. Γ́ 67)·
- (ιδιάζ. χρ.):
- η μάχη του πολέμου (Βίος Αλ. 4638· Αχιλλ. L 158)·
- (μεταφ. προκ. για τη βιαιότητα φυσικών στοιχείων):
- θυμωμένη μάχη του ανέμου και της θάλασσας (Στάθ. Ά 1)·
- β) τρόπος, μέθοδος μάχης, πολεμική τακτική:
- (Χρον. Μορ. H 1062, 1114, 1142)·
- γ) πόλεμος, εμπόλεμη κατάσταση:
- άρχισε μάχην δυνατήν να πολεμεί τους Φράγκους (Χρον. Μορ. H 1045)·
- μάχην είκοσι δυο χρονών (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23110)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- στην μάχην οπού εμάχετον μετά τον βασιλέαν (Χρον. Μορ. H 5216)·
- δ) προκ. για εμφύλιο πόλεμο:
- εβαρέθην ο Θεός των χριστιανών τες μάχες (Ψευδο-Γεωργηλ., Αλ. Κων/π. 580)·
- ε) (προκ. για ζώα) βίαιη, ορμητική, επίθεση· «καβγάς», «μάλωμα»:
- Περί ζώου μάχης, οπού μαχίζει και βλάβει άνθρωπον (Βακτ. αρχιερ. 154).
- α) Ένοπλη σύγκρουση (κυρίως δύο στρατών):
- 2)
- α) Φιλονικία, μάλωμα· ρήξη, αντιδικία:
- (Ιατροσ. 21116), (Ερωτοπ. 398), (Ερωτόκρ. Γ́ 165)·
- (σε μεταφ. προκ. για σφοδρή κακοκαιρία):
- μετά μέναν ο καιρός μεγάλη μάχην έχει (Ερωτόκρ. Γ́ 116)·
- β) διαμάχη, διχόνοια, αντιζηλία:
- από παλαιάν … μάχην γεννάται έχθρα (Μαχ. 25411)·
- συμβάλλουσα λόγον προς το ποιήσαι μάχας (Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 246· Αλεξ. 2825)·
- γ) διαφωνία, διχογνωμία:
- (Λίβ. Sc. 1183).
- α) Φιλονικία, μάλωμα· ρήξη, αντιδικία:
- 3)
- α) Έχθρα, μίσος· μνησικακία:
- (Ερωφ. Γ́ 44)·
- αρχή … μάχης ψόγος (Σπαν. A 272)·
- δεν εβάσταν μάχην (Συναδ. φ. 89v)·
- β) οργή, θυμός:
- έναν ημερόνυκτον έναι του φρονίμου η μάχη (Σπαν. O 67· Ερωτόκρ. Β́ 1853).
- α) Έχθρα, μίσος· μνησικακία:
- 4) Ορμή, δύναμη, σφοδρότητα:
- Με μάχην εκινήσασι (ενν. οι καβαλάροι), με μάνηταν ετρέξα (Ερωτόκρ. Β́ 1625).
- 5) Αγώνας, αγωνία, βάσανο, στενοχώρια:
- να δώσει τέλος 'ς τση καρδιάς … τη μάχη (Ερωφ. Β́ 458)·
- παιδί της μάχης (ενν. ο Ισαάκ) (Θυσ. 1032)·
- τσ’ ερωτιάς τη μάχη (Ερωτόκρ. Γ́ 364).
- Φρ.
- 1) Βάλλω μάχην, βλ. βάλλω 10.
- 2) Κάνω μάχη (για να …), βλ. κάμνω Φρ. 66.
- 3) Πιάνω μάχη = γίνομαι εχθρός, εχθρεύομαι:
- (Πανώρ. Γ́ 568), (Ερωτόκρ. Ά 153).
[αρχ. ουσ. μάχη. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μάχητα η.
-
- 1) Έχθρα:
- (Ριμ. Κόρ. 642).
- 2) Αγωνία, βάσανο:
- (Κύπρ. ερωτ. 11852).
[<ουσ. μάχη αναλογ. με τα ουσ. σε ‑τητα]
- 1) Έχθρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαχητής ο [maxitís] Ο7 : 1. ο πολεμιστής: Πολιόρκησε την πόλη, την οποία υπεράσπιζαν δέκα χιλιάδες μαχητές. 2. αυτός που αγωνίζεται για κτ., ιδίως για ορισμένο ιδανικό ή ιδεολογία· αγωνιστής: Ένας ~ της ελευθερίας / της δημοκρατίας / του δημοτικισμού.
[λόγ. < αρχ. μαχητής]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαχητής ο· μαχήτης.
-
- Πολεμιστής:
- (Αχέλ. 1581).
[αρχ. ουσ. μαχητής. Η λ. και σήμ.]
- Πολεμιστής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαχητικός -ή -ό [maxitikós] Ε1 : α. που χαρακτηρίζεται από διάθεση για αγώνα· αγωνιστικός: Mαχητική νοοτροπία / διάθεση. Tα αριστερά κόμμα τα φιλοδόξησαν να γίνουν η μαχητική πρωτοπορία της εργατικής τάξης. ~ άνθρωπος. β. που έχει σχέση γενικά με τον πόλεμο· πολεμικός: H μαχητική ικανότητα ενός στρατεύματος. (στρατ.) Mαχητικό αεροπλάνο, το καταδιωκτικό.
μαχητικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. α. [λόγ. < αρχ. μαχητικός `κατάλληλος για μάχη΄ (στρατ.: σημδ. αγγλ. combat)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαχητικότητα η [maxitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του μαχητικού: H ~ ενός ανθρώπου / μιας οργάνωσης. Kόμμα που χρωστά τη δύναμή του όχι στο πλήθος αλλά στη ~ των μελών του. H ~ ενός στρατού, η μαχητική του ικανότητα.
[λόγ. μαχητικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαχητός -ή -ό [maxitós] Ε1 : (νομ.) που μπορεί να προσβληθεί με νόμιμα μέσα. ANT αμάχητος: Mαχητό τεκμήριο.
[λόγ. < αρχ. μαχητός `που δεν μπορεί κανείς να τον πολεμήσει΄]