Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάτσο το [mátso] Ο39 : 1. σύνολο από όμοια και συνήθ. επιμήκη αντικείμενα δεμένα ή στερεωμένα έτσι ώστε να εφάπτονται, να είναι στραμμένα προς την ίδια κατεύθυνση και συνήθ. να είναι δυνατό να κρατηθούν με το ένα χέρι· (πρβ. δέσμη): Ένα ~ κρεμμυδάκια / πράσα / χιλιάρικα. 2. μεγάλο πλήθος: Γνώρισα ένα ~ τέτοιους παλιανθρώπους. ΦΡ ένα ~ χάλια, για πολύ κακή κατάσταση. || (ως επίρρ.): Έβγαλε από την τσέπη του ~ τα χιλιάρικα.
ματσάκι το YΠΟKΟΡ: Ένα ~ κλωστές για κέντημα. [μσν.(;) μάτσο < ιταλ. mazzo]
- ματσό [matsó] Ε (άκλ.) : (προφ.) που έχει πολλά χρήματα· ματσωμένος: Πρέπει να είναι αρκετά ~ για να κυκλοφορεί με τέτοιο αμάξι. || (ως ουσ.): Ήρθαν κάτι ~ και έκαναν φιγούρα.
[σύντμ. του ματσ(ωμένος) -ό]
- μάτσο το.
-
- Δέσμη από όμοια πράγματα:
- είκοσι μάτσα σουπίες (Σεβήρ., Σημειώμ. 78δ).
[<βεν. mazzo. Η λ. στο Somav. (‑τζο) και σήμ.]
- Δέσμη από όμοια πράγματα:
- ματσόλα η [matsóla] Ο25α : είδος ξύλινου σφυριού.
[ιταλ. mazzola]
- ματσούκα η· ματσούχα·
-
- 1)
- α) Ραβδί χοντρό που απολήγει σε σφαιροειδή όγκο, κορύνα, ρόπαλο:
- Με την ματσούκαν πολεμώ τον άνεμο να δείρω (Σαχλ. N 9)·
- β) παλούκι, πάσσαλος:
- (Προδρ. III 199).
- α) Ραβδί χοντρό που απολήγει σε σφαιροειδή όγκο, κορύνα, ρόπαλο:
- 2) (Μεταφ.) πέος:
- γαδάρων ματσούκας (Σπανός B 129).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Παναρ. 809).
[<μεσν. λατ. mazuca <λαϊκ. λατ. *matteūca. Η λ. στο Du Cange (‑τζ‑, λ. μάτζα) και σήμ.]
- 1)
- ματσουκάτος ο.
-
- Στρατιώτης οπλισμένος με ματσούκα:
- Εγώ ήμην υποληπτική κι εσύ ήσουν ματσουκάτος (Προδρ. I 68).
[<ουσ. ματσούκα + κατάλ. ‑άτος. Η λ. τον 11. αι.]
- Στρατιώτης οπλισμένος με ματσούκα:
- ματσούκι το [matsúki] Ο44α & ματσούκα η [matsúka] Ο25α : 1. μεγάλο και χοντρό ραβδί: Kρατούσε ένα ~ για να διώχνει τα σκυλιά. 2. ξυλοδαρμός, ιδίως με ματσούκι: Mόνο το ~ θα σου βάλει μυαλό. Έφαγε ένα γερό ~, τον έδειρε κάποιος.
[μσν. ματσούκι(ο)ν υποκορ. του ματσούκα < παλ. ιταλ. και βεν. mazzoca με τροπή [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [k] ]
- ματσούκι το.
-
- 1) Ρόπαλο, κορύνα:
- βαστούσανέ τον και ραβδί και σφύρα και ματσούκι (Αλεξ. 676).
- 2) (Μεταφ.) πέος:
- το ματσούκι μου οπίσω σου (Σπανός B 163).
[<ουσ. ματσούκα + κατάλ. ‑ι(ον). Τ. ‑ιον το 10. αι. Η λ. στο Meursius (ματζούκη) και σήμ.]
- 1) Ρόπαλο, κορύνα:
- ματσουκιά η [matsuká] Ο24 : χτύπημα με ματσούκι.
[μσν. ματσουκιά < ματσούκ(α) -ιά]
- ματσουκιά η.
-
- Χτύπημα με ματσούκι:
- ραβδιές και ματσουκιές απάνω στα πλευρά σου (Διήγ. παιδ. 170).
[<ουσ. ματσούκα ή ματσούκι + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ.]
- Χτύπημα με ματσούκι: