Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάταιος, επίθ.
-
- 1) Άσκοπος, ανώφελος:
- (Ιστ. Βλαχ. 1330), (Διγ. Z 4492).
- 2) Ανόητος:
- (Δούκ. 2937).
[αρχ. επίθ. μάταιος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Άσκοπος, ανώφελος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάταιος -η -ο [máteos] Ε5 : 1α. που δεν οδηγεί στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα· (πρβ. ανώφελος): ~ κόπος. Mάταιη προσπάθεια. Είναι μάταιο να περιμένεις· δεν πρόκειται να έρθει. β. που δεν έχει αξία ή μονιμότητα: Ο ~ κόσμος. Όλα μάταια είναι σ΄ αυτό τον κόσμο. 2. (ως ουσ.) το μάταιο: α. ανώφελο αποτέλεσμα: Tο μάταιο των προσπαθειών. β. η προσωρινότητα: Tο μάταιο του κόσμου τούτου. 3. που δεν πραγματοποιείται: Mάταιες ελπίδες.
μάταια & (λόγ.) ματαίως ΕΠIΡΡ: Προσπάθησα να τον πείσω αλλά ~. [λόγ. < αρχ. μάταιος, ματαίως]