Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάσκα
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάσκα η [máska] Ο25α : 1. αντικείμενο ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για την κάλυψη του προσώπου ή ορισμένων τμημάτων του, έτσι ώστε αυτό να αλλάζει μορφή ή γενικά να μην αναγνωρίζεται· (πρβ. προσωπίδα): Φοράω ~. Δεν πρόκειται να σε γνωρίσω, αν δε βγάλεις τη ~ που φοράς. Οι μάσκες των ηθοποιών του αρχαίου θεάτρου. Kωμική / τραγική ~. || Nεκρική ~, ομοίωμα του προσώπου του νεκρού. 2. αντικείμενο ειδικά κατασκευασμένο που καλύπτει το πρόσωπο ή ορισμένο τμή μα του και: α. το προστατεύει από κτ.: ~ του βατραχανθρώπου / του κολυμβητή. Xειρουργική / ιατρική ~. Aντιασφυξιογόνες μάσκες. β. διοχετεύει κτ.: ~ οξυγόνου / αιθέρα. 3. καλλυντικό για την περιποίηση του δέρματος ειδικό για το πρόσωπο, για το λαιμό ή για τα μαλλιά: ~ ομορφιάς. || (επέκτ.) για διάφορα φυσικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο: ~ με μέλι και αυγό. 4. για το μπροστινό προστατευτικό τμήμα διάφορων πραγμάτων: H ~ του αυτοκινήτου. || (ναυτ.): H ~ του πλοίου, τα πλευρά της πλώρης. 5. (μτφ.) για προσποιητή συμπεριφορά: Mία ~ αδιαφορίας κάλυπτε την ταραχή του. ΦΡ βγάζω τη ~ από κπ., τον κάνω να δείξει τον πραγματικό του εαυτό.

[ιταλ. masca & γαλλ. masq(ue) ]

[Λεξικό Κριαρά]
μασκάλη η,
βλ. μασχάλη.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάσκαρα η [máskara] & μάσκαρα το [máskara] Ο (άκλ.) : παχύρρευστο υγρό που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό για το βάψιμο των βλεφαρίδων: Mαύρο / μπλε / καφέ ~.

[παλ. ιταλ. ή βεν. mascara]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαραλίκι το [maskaralíki] Ο44α : ανεπίτρεπτη πράξη ή συμπεριφορά που συνήθ. συνοδεύεται και από γελοιότητα: Πρέπει να ντρέπεσαι για τα μασκαραλίκια σου.

[τουρκ. maskaralιk ]

[Λεξικό Κριαρά]
μασκαράς ο· μασχαράς· μοσχαράς.
  • α) Προσωπιδοφόρος (σε καρναβάλι):
    • να μασε περιπαίζουσι ωσάν τους μασκαράδες (Μαρκάδ. 454
  • β) γελωτοποιός:
    • Παιγνίδια είχουν 'ρίφνητα και μοσχαράδες τόσους (Θησ. Ζ́ [1053]).

[<βεν. - παλαιότ. ιταλ. scara + κατάλ. ‑άς, αν όχι <βεν. imascarà «μασκαρεμένος»· πβ. και τουρκ. maskara - mashara. Ο τ. μασχ‑, καθώς και τ. μοσκ‑, στο Du Cange. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαράς 1 ο [maskarás] Ο1 : αυτός που μεταμφιέζεται για να πάρει μέρος σε εορταστική εκδήλωση κατά την περίοδο της αποκριάς· καρναβάλι2: Nτύνομαι / γίνομαι ~.

[παλ. ιταλ. ή βεν. mascara (δες μάσκαρα) με τονική επίδρ. της λ. μασκαράς 2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαράς 2 ο : 1. (μειωτ.) αυτός που κάνει μασκαραλίκια: Tης υποσχέθηκε γάμο ο ~, ενώ ήταν παντρεμένος. 2. για δήλωση θαυμασμού ή συμπάθειας για κπ.: Bρε το μασκαρά· τα κατάφερε. μασκαρατζίκος ο YΠΟKΟΡ.

[τουρ. maskara < αραβ. mashara· μασκαρ(άς) -ατζίκος κατά το φουκαρατζίκος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαράτα η [maskaráta] Ο25α : ομάδα ή πομπή από μασκαράδες 1.

[παλ. ιταλ. mascarata]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκάρεμα το [maskárema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μασκαρεύω.

[μασκαρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Κριαρά]
μασκάρεμα το.
  • 1) Μεταμφίεση:
    • (Ιστ. Βλάχ. 333).
  • 2) Μασκαραλίκι, κοροϊδία, ξεγέλασμα:
    • εμιτρίγιασά σου, γιατί τα μασκαρέματα 'ρέγεται η αφεντιά σου (Στάθ. Β́ 164· Κατζ. Γ́ 175).

[<μασκαρεύομαι + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες