Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάσηση η [másisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μασώ· μάσημα: H ~ των τροφών γίνεται μέσα στη στοματική κοιλότητα.
[λόγ. < ελνστ. μάση(σις) -ση]