Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάρτυς ο [mártis] Ο γεν. μάρτυρος : (λόγ.) ο μάρτυρας 1: Tι ξέρετε για την υπόθεση, κύριε ~; (έκφρ.) (είναι) ~ μου ο Θεός, ως βεβαίωση ότι αυτά που λέω είναι αληθινά.
[λόγ. < αρχ. μάρτυς]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάρτυς ο—η· αιτιατ. εν. μάρτυ.
-
— Βλ. και μάρτυρας.
- 1)
-
- α1) Αυτός που δίνει πληροφορία ή απόδειξη για κ., που επιβεβαιώνει κ. (συν. μπροστά σε δικαστήριο):
- (Ασσίζ. 3285), (Ελλην. νόμ. 54812)·
- α1) Αυτός που δίνει πληροφορία ή απόδειξη για κ., που επιβεβαιώνει κ. (συν. μπροστά σε δικαστήριο):
-
- (σε παροιμ. χρ.):
- επί προδήλοις πράγμασιν ου χρεία των μαρτύρων (Γλυκά, Στ. 43)·
- α2) (συνεκδ.) μαρτυρική κατάθεση:
- αναγινώσκουνται οι μάρτυρες (Ελλην. νόμ. 5224)·
- β) αυτός που είναι παρών σε κάπ. γεγονός (συν. δικαιοπραξία) και μπορεί να το επιβεβαιώσει:
- (Ασσίζ. 2644), (Βακτ. αρχιερ. 144).
- 2) Αυτός που βασανίστηκε και θανατώθηκε για τη χριστιανική πίστη:
- ας ιδούμεν … εκείνους τους μάρτυρας πόσα αίματα έχυσαν (Διήγ. πανωφ. 61)·
- μνημόνευε της μάρτυρος (ενν. Αικατερίνης) (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1622)·
- (προκ. για τον Κωνσταντίνο ΙΆ Παλαιολόγο, τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα):
- (Σφρ., Χρον. 1347‑8).
[αρχ. ουσ. μάρτυς. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1)