Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάρτυρας
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
μάρτυρας ο.
  • 1)
    • α) Αυτός που μαρτυρεί κ., που δίνει πληροφορία ή απόδειξη για κ., που επιβεβαιώνει, πιστοποιεί κ.:
      • διά στόμα δυο μαρτύρους … να απεθάνει ο απεθαμένος (Πεντ. Δευτ. XVII 6
      • ω ουρανέ και ήλιε, μαρτύροι του καημού μου (Πανώρ. Β́ 485
      • έκφρ. μάρτυρας ψοματένιος = ψευδομάρτυρας:
        • (Πεντ. Εξ. XX 16), (Δευτ. ΧΙΧ 18
      • φρ. βγάνω μάρτυρα, βλ. βγάνω 3β·
    • β) αυτός που είναι παρών σε κάπ. γεγονός (συν. δικαιοπραξία) και μπορεί να το βεβαιώσει:
      • (Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 164
      • με 'χε βάλει και μάρτυρα στους γάμους του (Στάθ. Β́ 290
    • γ) αυτός που ενημερώνει, διδάσκει (για κ. ή κάπ.)· κήρυκας:
      • θέλετε είσθαιν εδικοί μου μάρτυρες … έως τα έσχατα μέρη του κόσμου (Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστ. 1619.)>
  • 2) Αυτός που βασανίστηκε και θανατώθηκε για τη χριστιανική πίστη:
    • Γεώργιε, Δημήτριε, …, που επολαύσετε … τον κλήρον των μαρτύρων (Διήγ. ωραιότ. 74· Παρασπ., Βάρν. C 12
    • έκφρ. νέος μάρτυρας = νεομάρτυρας:
      • (Συναδ. φ. 16v).

[<ουσ. μάρτυς (βλ. ά.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάρτυρας 1 ο [mártiras] Ο5 : 1. αυτός που είδε, άκουσε ή γενικά γνώρισε ένα γεγονός, έτσι ώστε να μπορεί να δώσει πληροφορίες γι΄ αυτό: ~ σε δυστύχημα / σε καβγά. Aυτόπτης ~. Kάθε συμβόλαιο υπογράφεται από τους συμβαλλομένους και από δύο μάρτυρες. (έκφρ.) αψευδής* ~. (λόγ.) δεν έχουμε χρεία* άλλων μαρτύρων. || ~ του Iαχωβά*. 2. πρόσωπο που καταθέτει σε δικαστήριο για ορισμένη υπόθεση: Όρκος / εξέταση του μάρτυρα. ~ υπερασπίσεως / κατηγορίας. Προτείνω κπ. για μάρτυρα. Kαλώ ένα μάρτυρα. H δίκη συνεχίστηκε με καταθέσεις των μαρτύρων. H υπεράσπιση υποστηρίζει ότι ορισμένοι μάρτυρες κατηγορίας εξαγοράστηκαν.

[λόγ. < αρχ. μάρτυς, αιτ. -υρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάρτυρας 2 ο : 1. επίσημος εκκλησιαστικός χαρακτηρισμός χριστιανού που έχει υποστεί μαρτυρικό θάνατο, επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του: Όσιοι, μάρτυρες και ομολογητές. 2. αυτός που έχει υποστεί μαρτύρια και ιδίως θάνατο συνήθ. για ένα ιδανικό: Οι μάρτυρες της ελευθερίας / της κοινωνικής δικαιοσύνης. Mνημείο για τους μάρτυρες της Aντίστασης. Mην παριστάνεις το μάρτυρα. || (μτφ.): Είναι κάποιος ~, υποφέρει πολύ.

[ελνστ. μάρτυς, αιτ. -υρα `που έδωσε μαρτυρία μέχρι το θάνατο΄ < αρχ. μάρτυς (δες μάρτυρας 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες