Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάρσιπος ο [mársipos] Ο19 : πτυχή του δέρματος, όμοια με σάκο, που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια της κοιλιάς των θηλυκών ορισμένων ζώων, τα οποία τη χρησιμοποιούν για να βάζουν μέσα τα νεογνά τους.
[λόγ. < αρχ. μάρσιππος `σάκος΄ (δες στο μαρσιποφόρο)]