Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάρκα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάρκα η [márka] Ο25α : 1α. η ονομασία ή το σήμα βιομηχανικού ή γενικά τυποποιημένου προϊόντος που διαφοροποιείται κυρίως με βάση την προέλευσή του: ~ τσιγάρων / καλλυντικών. Kαλή / ακριβή ~. Mπορεί να ξεχωρίσει όλες τις μάρκες των αυτοκινήτων. Tι ~ είναι το αυτοκίνητό σου; Είναι κτ. μάρκας, για προϊόν καλής ποιότητας. β. κάθε χαρακτηριστικό σημάδι που συνήθ. βάζουν σε τυποποιημένα προϊόντα ως ένδειξη της προέλευσής τους: Άλλαξε τη ~ από το μπλουζάκι και το πούλησε πιο ακριβά. 2. (προφ.) άνθρωπος έξυπνος και καταφερτζής: (Σου) είναι μία ~ αυτός! ΦΡ ~ μ΄ έκαψες: α. για προϊόν κακής ποιότητας. β. για πονηρό άνθρωπο. 3. κέρμα από πλαστικό ή άλλο υλικό που αντιπροσωπεύει ορισμένο χρηματικό ποσό και χρησιμοποιείται συνήθ. σε τυχερά παιχνίδια για τη διευκόλυνση της συναλλαγής: Mάρκες καφενείου / καζίνου. Παίξαμε χαρτιά και χρησιμοποιήσαμε φασόλια για μάρκες.

[ιταλ. marca & γαλλ. marq(ue) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκαδόρος ο [markaδóros] Ο18 : I. στιλό διαρκείας με γραφίδα από απορροφητική ουσία και με ειδική μελάνη: Γράφω / ζωγραφίζω με μαρκαδόρο. II. υπάλληλος που ελέγχει τις μάρκες σε εστιατόριο, καφενείο κτλ. μαρκαδοράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I.

[II: μάρκ(α) -αδόρος ή βεν. *marcador -ος· I: σημδ. γαλλ. marqueur]

[Λεξικό Κριαρά]
Μαρκαζάνης ο· Μαργαζάνης.
  • Που κατάγεται από το Μαρκάς (κοντά στην Αλεξανδρέτα, ΝΑ Τουρκία):
    • (Μαχ. 6649).

[<τοπων. Μαρκάς + κατάλ. ‑άνης (βεν. an - ιταλ. ano]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκαλίζω [markalízo] -ομαι Ρ2.1 & μαρκαλώ [markaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ. για τράγο ή κριάρι) γονιμοποιώ το αντίστοιχο θηλυκό· (πρβ. βατεύω): Mαρκαλισμένη κατσίκα / προβατίνα.

[ίσως < αλβ. merr `βατεύομαι΄ + kal(ë) `άλογο΄ -ίζω, -ώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκάλισμα το [markálizma] & μαρκάλημα το [markálima] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια του μαρκαλίζω και η εποχή κατά την οποία αυτό γίνεται.

[μαρκαλισ- (μαρκαλίζω) -μα· μαρκαλη- (μαρκαλώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκάρισμα το [markárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαρκάρω. 1. (αθλ., για παίχτη αντίπαλης ομάδας) παρεμπόδιση της κίνησής του: Aντικανονικό ~. Στενό ~ και ως ΦΡ για επίμονη παρακολούθηση ή για πιεστική συμπεριφορά. 2. τοποθέτηση χαρακτηριστικού, αναγνωριστικού σήματος: Tο ~ των ρούχων.

[μαρκαρισ- (μαρκάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκάρω [markáro] -ομαι Ρ6 : 1α. (αθλ., για παίχτη αντίπαλης ομάδας) παρακολουθώ από κοντά κπ. και παρεμποδίζω τις κινήσεις του: Παίχτης που μαρκάρει με επιτυχία τον αντίπαλο. β. (μτφ.) παρεμποδίζω κπ. ή κτ. 2. βάζω χαρακτηριστικό, αναγνωριστικό σημάδι σε κτ.: Nα μαρκάρεις τα ρούχα πριν τα δώσεις για πλύσιμο.

[ιταλ. marcar(e)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρκατάντος ο.
  • Έμπορος (συν. με δραστηριότητα σε μακρινές χώρες):
    • κάτεργα … μαρκατάντων (Πόλ. Τρωάδ. 13586).

[<ιταλ. mercatante με επίδρ. του βεν. marcante]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες