Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάργαρο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάργαρο το [márγaro] Ο42 : σκληρή και γυαλιστερή ουσία που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια του οστράκου πολλών μαλακίων και χρησιμοποιείται για την κατασκευή μικροαντικειμένων· σεντέφι: Kουμπιά / λαβή μαχαιριού από ~.

[λόγ. < ελνστ. μάργαρον `μαργαριτοφόρο στρείδι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μαργαροζάφειρον το.
  • (Εν. και πληθ.) μαργαριτάρια και ζαφείρια:
    • μετά μαργαροζάφειρον οι τραχηλές (Διήγ. Βελ. χ 243· Ριμ. Βελ. ρ 460).

[<ουσ. μάργαρος + ζαφείρι(ν)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαργαροκεντημένος, μτχ. επίθ.
  • Κεντημένος με μαργαριτάρια:
    • καβάδ' εφόριεν εύμορφο μαργαροκεντημένο (Διγ. O 2917).

[μτχ. παρκ. του *μαργαροκεντώ ως επίθ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαργαρολιθαράτος, επίθ.
  • Διακοσμημένος με μαργαριτάρια και πολύτιμες πέτρες:
    • κουρτίνας … μαργαρολιθαράτας (Διήγ. Βελ. χ 498).

[<ουσ. μάργαρος + λιθάρι(ν) + κατάλ. ‑άτος]

[Λεξικό Κριαρά]
μάργαρος ο.
  • Μαργαριτάρι:
    • (Καλλίμ. 182
    • άρματα … έκστιλβα, παρόμοια μαργάρων (Ριμ. Βελ. ρ 660).

[μτγν. ουσ. μάργαρος]

[Λεξικό Κριαρά]
μαργαρόστρωτος, επίθ.
  • Στρωμένος, διακοσμημένος με μαργαριτάρια:
    • πέπλου μαργαρόστρωτου (Βέλθ. 1161).

[<ουσ. μάργαρος + στρώνω. Η λ. στο Μανασσ., Χρον. 105 (βλ. και Steph.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαργαροφορώ.
  • Φορώ φορέματα διακοσμημένα με μαργαριτάρια:
    • ανθρώπους … μαργαροφορεμένους (Αρσ., Κόπ. διατρ. [116]).

[<ουσ. μάργαρος + φορώ. Η λ. στο Μανασσ., Χρον. 5626 (βλ. και Steph.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες