Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάραθο το [máraθo] Ο41 & μάραθος ο [máraθos] Ο20 : ποώδες και πολυετές αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως καρύκευμα καθώς και στη φαρμακευτική.
[αρχ. μάραθον· μεταπλ. -ος με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- Μαραθοβουνιώτης ο.
-
- Αυτός που κατάγεται από το Μαραθόβουνο (Κύπρος):
- (Ιστ. Μαρκ. 556).
[<τοπων. Μαραθόβουνος + κατάλ. ‑ιώτης]
- Αυτός που κατάγεται από το Μαραθόβουνο (Κύπρος):
[Λεξικό Κριαρά]
- μάραθον το· μάλαθρον· μάραθρον.
-
- Μάραθο:
- χυλόν μαράθρου (Ιερακοσ. 4003).
[αρχ. ουσ. μάραθον, μτγν. μάλαθρον και ‑ραθρον. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Μάραθο:
[Λεξικό Κριαρά]
- Μάραθος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. μάραθον:
- (Πωρικ. I 32).
- Προσωποπ. του ουσ. μάραθον:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαραθόσπορος ο· μαλαθόσπορος· μαλαθρόσπορος.
-
- Σπόρος μάραθου:
- Μαλαθρόσπορον μετά τριψιδίου δος πιείν (Ιατροσόφ. 10221).
[<ουσ. μάραθον + σπόρος. Ουδ. μαλαθρόσπορον στο Somav.]
- Σπόρος μάραθου: