Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάρα
29 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάρα η [mára] Ο25 : μόνο στη ΦΡ η σάρα* (και) η ~ (και το κακό συναπάντημα).

[ίσως μαρ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαραγκιάζω [marangázo] Ρ2.1α μππ. μαραγκιασμένος : (λαϊκότρ.) μαραίνομαι: Mαράγκιασαν τα λουλούδια. || (επέκτ.) ζαρώνω: Mαραγκιασμένο κυδώνι / πρόσωπο.

[ελνστ. μαραγγι(άω) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. μαραγγιασ- (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαράγκιασμα το [marángazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μαραγκιάζω.

[μαραγκιασ- (μαραγκιάζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαραγκός ο [maraŋgós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει απλά, πρόχειρα ξύλινα έπιπλα ή άλλες ξύλινες κατασκευές· (πρβ. ξυλουργός).

[βεν. marango(n) ]

[Λεξικό Κριαρά]
μαραγκός ο.
  • Ξυλουργός·
    • ιδ. καραβομαραγκός:
      • (Κατά ζουράρη 59), (Πορτολ. Α 2543), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28016).

[<βεν. marangon. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαραγκούδικο το [maraŋgúδiko] Ο41 : (προφ.) το εργαστήριο του μαραγκού· ξυλουργείο.

[μαραγκ(ός) -ούδικο αντί -άδικο ίσως από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή αναλ. προς το μσν. πλανούδικο `μαραγκούδικο΄ < πλανούδ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος < πλάν(η) -ούδης < -ούδ(ι) 1 -ης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαράζι το [marázi] Ο44 : μακροχρόνια στενοχώρια που προέρχεται ιδίως από ανεκπλήρωτη επιθυμία: Mεγάλο / πικρό / κρυφό ~. Πέθανε από ~. ΦΡ το έχω ~ ή το βάζω ~, στενοχωριέμαι για κτ.: Tο έβαλε ~, επειδή δεν έγινε γιατρός. με τρώει το ~, μελαγχολώ.

[τουρκ. maraz `αρρώστια, θλί ψη΄ (από τα αραβ., ίσως αντδ. < ελνστ. μαρασμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαραζιάρης -α -ικο [marazjáris] Ε9 : (οικ.) 1. καχεκτικός. 2. που έχει πάθει μελαγχολία, μελαγχολικός. || (ως ουσ.).

[μαράζ(ι) -ιάρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαράζωμα το [marázoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μαραζώνω.

[μαρα ζώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαραζώνω [marazóno] Ρ1α μππ. μαραζωμένος : 1. υποφέρω από μαράζι: Γεροντοκόρη που μαραζώνει χωρίς καμιά ελπίδα. 2. προκαλώ σε κπ. μαράζι: Tη μαράζωσε ο χαμός του παιδιού της. 3. (μτφ.) α. παθαίνω μαρασμό: H λαϊκή τέχνη υποκαθίσταται από την προσωπική και σιγά σιγά μαραζώνει. β. (σπάν. για φυτό) μαραίνομαι.

[μαράζ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες