Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάππα η.
-
- Σφαίρα, μπάλα:
- εκύλιον ταύτην (ενν. την κεφαλήν) … και έρριπτον ώσπερ μάππαν (Παράφρ. Χων. 507).
- Ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 23614).
[μτγν. ουσ. μάππα <λατ. mappa (L‑S Suppl., TLG). Η λ. στο Meursius (μάπα, μάππα) και σήμ. (γρ. μάπα· τ. ‑ππ‑ κυπρ., κ.α.)]
- Σφαίρα, μπάλα: