Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάπα 1 η [mápa] Ο25α : (οικ.) το πρόσωπο· μούρη. ΦΡ τρώω στη ~, για κπ. ή κτ. ενοχλητικό ή δυσάρεστο που το(ν) έχουμε βαρεθεί: Πόσον καιρό ακόμα θα τρώμε στη ~ αυτόν το βλάκα;
[< μάπα 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάπα 2 η : (παρωχ.) το λάχανο.
[ιταλ. (διαλεκτ.) mappa]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάπα 3 η : (οικ.) 1. είδος σφουγγαρίστρας. 2. για κτ. άχρηστο ή γενικά κακής ποιότητας: Πλήρωσα το ύφασμα για εγγλέζικο αλλά βγήκε ~.
[ελνστ. μάππα `πανί, πετσέτα΄ < λατ. mappa]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάπας ο [mápas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (υβρ.) βλάκας ή γενικά αναξιόλογος άνθρωπος.
[μάπ(α) 1 -ας]