Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάνταλος ο.
-
- Σιδερένια ή ξύλινη ράβδος που κλείνει την πόρτα ή το παράθυρο απομέσα, σύρτης, αμπάρα:
- κλει την πόρταν με σπουδήν, τον μάνταλον αμπώνει (Δεφ., Σωσ. 102).
[μτγν. ουσ. μάνδαλος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σιδερένια ή ξύλινη ράβδος που κλείνει την πόρτα ή το παράθυρο απομέσα, σύρτης, αμπάρα: