Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάνταλο το [mándalo] Ο41 & μάνταλος ο [mándalos] Ο20 : ξύλινο ή μεταλλικό εξάρτημα που το χρησιμοποιούν για να κλείνουν με ασφάλεια τις πόρτες, ιδίως τις εξωτερικές, ή τα παράθυρα· (πρβ. σύρτης): Bάλε το ~ στην πόρτα, για να μην ανοίγει. Σέρνω / σηκώνω / τραβάω το ~.
[μσν. μάνταλο < μάνταλος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· μσν. μάνταλος < ελνστ. μάνδαλος (προφ. [nd] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάνταλος ο.
-
- Σιδερένια ή ξύλινη ράβδος που κλείνει την πόρτα ή το παράθυρο απομέσα, σύρτης, αμπάρα:
- κλει την πόρταν με σπουδήν, τον μάνταλον αμπώνει (Δεφ., Σωσ. 102).
[μτγν. ουσ. μάνδαλος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σιδερένια ή ξύλινη ράβδος που κλείνει την πόρτα ή το παράθυρο απομέσα, σύρτης, αμπάρα: