Παράλληλη αναζήτηση
31 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάντα η.
-
- Είδος μανδύα:
- κρεμούν τα τρεβελάδα των απέσω εις τας μάντας (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 880).
[<ιταλ. manta (Καραποτόσογλου 2000:104‑5)]
- Είδος μανδύα:
- μαντάδο το,
- βλ. μαντάτον.
- μάνταλα, άκλ.· μάντζαλα.
-
Εκφρ. άντζαλα μάνταλα σάνταλα· άντζαλα μάντζαλα σάντζαλα = βλ. άταλα 2:
- (Σπανός A 225), (B 49 (έκδ. ‑ντσ‑)).
[λ. πλαστή, πιθ. <πάταλα με επίδρ. του ουσ. μάνταλος. Ο τ. και σήμ. προφ. στην έκφρ. τζάντζαλα μάντζαλα (ΛΚΝ, στο λ.)]
- μανταλάκι το [mandaláki] Ο44α : μικρό αντικείμενο σε σχήμα λαβίδας, από ξύλο ή πλαστικό, με το οποίο συγκρατούν τα ρούχα, όταν τα απλώνουν για να στεγνώσουν. || (μτφ.): Πολύ μίλησες, βάλε επιτέλους ~, σταμάτα να μιλάς.
[μάνταλ(ο) υποκορ. -άκι]
- μάνταλο το [mándalo] Ο41 & μάνταλος ο [mándalos] Ο20 : ξύλινο ή μεταλλικό εξάρτημα που το χρησιμοποιούν για να κλείνουν με ασφάλεια τις πόρτες, ιδίως τις εξωτερικές, ή τα παράθυρα· (πρβ. σύρτης): Bάλε το ~ στην πόρτα, για να μην ανοίγει. Σέρνω / σηκώνω / τραβάω το ~.
[μσν. μάνταλο < μάνταλος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· μσν. μάνταλος < ελνστ. μάνδαλος (προφ. [nd] )]
- μάνταλος ο.
-
- Σιδερένια ή ξύλινη ράβδος που κλείνει την πόρτα ή το παράθυρο απομέσα, σύρτης, αμπάρα:
- κλει την πόρταν με σπουδήν, τον μάνταλον αμπώνει (Δεφ., Σωσ. 102).
[μτγν. ουσ. μάνδαλος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σιδερένια ή ξύλινη ράβδος που κλείνει την πόρτα ή το παράθυρο απομέσα, σύρτης, αμπάρα:
- μαντάλωμα το [mandáloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μανταλώνω.
[μανταλώ(νω) -μα]
- μανταλώνω [mandalóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ., συνήθ. για πόρτα ή παράθυρο) κλείνω με το μάνταλο: Kλείνω και ~ την πόρτα. Mανταλωμένη πόρτα. || (επέκτ.) κλείνω καλά: Mανταλώθηκαν όλοι στα σπίτια τους, κλείστηκαν μέσα. Kλειδώνω, ~, τον κλέφτη βρίσκω μέσα, ο ήλιος, σε αίνιγμα.
[ελνστ. μανδαλ(ῶ) (προφ. [nd] ) -ώνω]
- μανταλώνω.
-
- Κλείνω την πόρτα με σύρτη:
- τα παραθύρια εκάρφωσε, τσι πόρτες μανταλώνει (Ερωτόκρ. Γ́ 1747).
[παλαιότ. μανδαλόω (Ησύχ., L‑S)· πβ. αρχ. επίθ. ‑ωτός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Κλείνω την πόρτα με σύρτη:
- μαντάμ η [madám] Ο (άκλ.) : 1. (ιδ. ως προσφώνηση) η κυρία, συνήθ. σε λόγο παρωχημένο, λαϊκό ή ειρωνικό: Tι θα θέλατε, ~; 2. η μαντάμα.
μανταμίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [1: λόγ. < γαλλ. madame (σύγκρ. μσν. μαντάμα < γαλλ. madam(e) -α)· 2: λόγ. επίδρ. στο μαντάμα· μαντάμ -ίτσα]