Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάνικα η [mánika] Ο27α : εύκαμπτος φορητός σωλήνας, συνήθ. εφοδιασμένος στην άκρη του με ειδικό ρυθμιστή, που χρησιμοποιείται για διοχέτευση νερού με πίεση: Πυροσβεστική ~. Πλένει το πεζοδρόμιο / ποτίζει τον κήπο με τη ~.
[ιταλ. manica (διαφ. το μσν. μάνικα `μανίκι΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάνικα η· μανίκα.
-
- 1) Σιδερένια θωράκιση που προστατεύει τους βραχίονες πολεμιστή:
- μανίκες …, γαμπιέρες και μονόπολα (Στάθ. Γ́ 71).
- 2) Μανίκι ενδύματος:
- κόττα … με τσι μανίκες (Βαρούχ. 8137‑8).
[<λατ. - ιταλ. manica. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Παπαχριστ.). Η λ. τον 6. αι. και σήμ. (με διαφορ. σημασ.)]
- 1) Σιδερένια θωράκιση που προστατεύει τους βραχίονες πολεμιστή: