Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάνατζερ ο [mánadzer] Ο (άκλ.) : 1. (οικον.) διευθυντικό στέλεχος μιας επιχείρησης: Ο ~ μιας οικονομικής επιχείρησης. 2. οικονομικός σύμβουλος καλλιτέχνη, αθλητή κτλ.: Ο ~ του συγκροτήματος κανόνισε περιοδεία στην Ευρώπη για το χειμώνα. || (επέκτ.) ο προπονητής.
[λόγ. < αγγλ. manager (ορθογρ. δαν.)]