Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάλωμα το [máloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαλώνω. 1. επίπληξη, κατσάδιασμα: Mε το ~ δε βάζει μυαλό το παλιόπαιδο· ξύλο τού χρειάζεται. 2α. λογομαχία, καβγάς: Aφήστε τα μαλώματα και συμφιλιωθείτε. β. διακοπή σχέσεων: Δεν κρατάει πολύ το ~ των παιδιών.
[μσν. μάλωμαν < μαλώ(νω) -μα(ν)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάλωμα το· μάλλωμαν.
-
- 1) Συμπλοκή, τσακωμός:
- οι μεθυστάδες οι ναύτες … εποίκαν μάλλωμαν (Μαχ. 14821).
- 2) Λογομαχία, διαμάχη:
- ο τοποκράτωρ και ούλη η βουλή … πολλά λογία και μαλλώματα είπασιν (Μαχ. 5966).
[<μαλώνω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Συμπλοκή, τσακωμός:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλωματάρης, επίθ.
-
- Φιλόνικος:
- (Συναξ. γυν. 698).
[<ουσ. μάλωμα + κατάλ. ‑άρης]
- Φιλόνικος: