Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάλλον [málon] επίρρ. : 1. ποσοτικό· περισσότερο, πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό· εισάγει τον α' όρο σύγκρισης: Tο βραδινό φαγητό ~ βλάπτει παρά ωφελεί. Δραστηριότητες ατομικής ~ παρά ομαδικής μορφής. ~ τρόμαξε παρά πόνεσε. Tο λάθος του ήταν από βιασύνη ~ παρά από άγνοια. || (με παράλειψη του β' όρου σύγκρισης): Θα προτιμούσα ~ να τους δω αυτοπροσώπως. Θα ήθελα ~ να ξεκουραστώ. || (σε στερεότυπες εκφορές) πάντα
πόσο ~ τώρα!, πολύ περισσότερο τώρα: Πάντα τους φρόντιζε· πόσο ~ τώρα! Πάντα ήταν συνεπής, πόσο ~ τώρα! (λόγ.) επί ~ και ~, συνεχώς, ολοένα και περισσότερο. 2. με επανορθωτική σημασία: Θα συμπληρώσω την αίτηση αύριο ή ~ τώρα αμέσως, ή καλύτερα. Tηλεφώνησέ μου στις πέντε ή ~ καλύτερα στις εφτά. 3. με έννοια πιθανότητας, εκφέρει την πρόταση ή τον όρο της πρότασης που, κατά την άποψη του ομιλητή, συγκεντρώνει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να ισχύσει: ~ πρέπει να το ξανασκεφτούμε και μετά να αποφασίσουμε. Θα συναντηθούμε ~ μετά το μάθημα και όχι πριν. ~ συμφέρει να το αγοράσεις. Είναι ~ δύσκολο για μένα. Tελικά ~ έχεις δίκιο. Kάνει πολλά λάθη· ~ βιάζεται. || (απαρχ. έκφρ.) πολλώ ~, πολύ περισσότερο. κατά το ~ ή ήττον, κατά πάσα πιθανότητα, οπωσδήποτε. || (προφ.) ως απάντηση, συχνά μονολεκτική: Θα έρθεις σινεμά; -~, κατά πάσα πιθανότητα. Tον ξέρεις εκείνον τον ψηλό με τα γυαλιά; - Nαι, ~. 4. με επίθετο ή επίρρημα του οποίου μετριάζει τη σημασία: Είναι λεπτός και ~ ψηλός, θα έλεγα ψηλός. Ο καιρός ήταν ~ κρύος. Οι τιμές ήταν ~ τσουχτερές. Είναι ~ αργά.
[λόγ. < αρχ. μᾶλλον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάλλον, επίρρ.
-
- α) Καλύτερα, σωστότερα (θα έλεγε κανείς):
- όλοι λέγουν τα κάλλη του, μάλλον και την ανδρειά του (Τριβ., Ρε 85)·
- β) πιθανώς:
- είπαν οι μάρτυρες ότι μάλλον ψευδώς ανήγγειλεν … (Οψαρ. 36238)·
- γ) (αντιθ., συν. με το αλλά):
- (Προδρ. IV 385)·
- ουδόλως εδειλίασεν, αλλά μάλλον επορεύετο μετ’ ορμής του πολεμήσαι αυτόν (Έκθ. χρον. 519)·
- δ) (επιτ.) επιπλέον, ακόμη και:
- το γαρ λογάριν φέρνει σε εις … ζήλον υπεράπειρον, μάλλον εις αδικίαν (Σπαν. A 624· Χρον. Τόκκων 1022).
[αρχ. επίρρ. μάλλον. Η λ. και σήμ.]
- α) Καλύτερα, σωστότερα (θα έλεγε κανείς):