Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάλια η.
-
- Αλυσιδωτός θώρακας, πανοπλία:
- (Κυπρ. ερωτ. 15010).
[<ιταλ. maglia]
- Αλυσιδωτός θώρακας, πανοπλία:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλιά η· μαλέα· μαλία.
-
- 1)
- α) Ένοπλη σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη:
- (Φορτουν. Ιντ. δ́ 89)·
- εκείνο τον αδυνατό … εγώ τον έκαμα κουτσό 'ς μια μας μαλιά μεγάλη (Κατζ. Δ́ 352)·
- (ειρων.):
- (Ευγέν. 508)·
- φρ. κάνω μαλλιά, βλ. κάμνω Φρ. 64·
- β) πόλεμος:
- θέλεις τες χώρες μου και κάμνεις και μαλέα (Αλεξ. 824)·
- γ) μονομαχία:
- το σημάδι τση μαλιάς εστέκαν κι ανιμένα (Ερωτόκρ. Δ́ 1644).
- α) Ένοπλη σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη:
- 2)
- α) Φιλονικία, έριδα, αντιζηλία:
- (Φορτουν. Ιντ. ά 6)·
- όπου γυρίσεις δε θωρείς παρά μαλιές και πάθη (Ζήν. Δ́ 10)·
- β) «τσακωμός», (ψευτο)μάλωμα, «καβγαδάκι»:
- ωριότατες μαλιές κι αγάπες (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 124)·
- γ) διαμάχη, διένεξη:
- τα λόγια του τα φρόνιμα εσάσαν την μαλέα (Χούμνου, Κοσμογ. 914).
- α) Φιλονικία, έριδα, αντιζηλία:
- 3) Επίπληξη, επιτίμηση:
- εισμιόν μου κάμνει ορισμόν με όλην την μαλέαν (Χούμνου, Κοσμογ. 845)·
- φρ. κάνω μαλέα = επιπλήττω, μαλώνω:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1846).
[<ουσ. ομαλία (βλ. ά.). Ο τ. ‑έα στο Du Cange. Η λ. στο Βλάχ. (‑λλ‑) και σήμ. κρητ.]
- 1)