Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάλαξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάλαξη η [málaksi] Ο33 : 1. (συνήθ. πληθ.) μασάζ που γίνεται σε ορισμένο σημείο του σώματος, συνήθ. με τα χέρια: Mαλάξεις της καρδιάς. Tεχνική / αποτελέσματα των μαλάξεων. 2. (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαλάσσω.

[λόγ. < ελνστ. μάλαξις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες