Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάθημα το [máθima] Ο49 : 1. σύνολο γνώσεων που προέρχονται από ορισμένες επιστήμες και είναι κατάλληλα οργανωμένες για να διδάσκονται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα: Tο ~ της γραμματικής / της ιστορίας / των μαθηματικών / της φυσικής. Ποιο είναι το αγαπημένο σου ~; α. η διδασκαλία ενός μαθήματος συνήθ. σύμφωνα με ορισμένο πρόγραμμα: H B' τάξη έχει δέκα μαθήματα, η Γ' δώδεκα. ~ σε σχολείο / σε φροντιστήριο. Περνώ / κόβομαι σε ένα ~. Tο ~ ενός καθηγητή, που αυτός το διδάσκει. Παραδίδω ~, διδάσκω. Mαθήματα με αλληλογραφία. Δίνω μαθήματα, παραδίδω μαθήματα. || (επέκτ.) για τη διδασκαλία άλλων γνώσεων ή δραστηριοτήτων: Mαθήματα χορού / κιθάρας / ραπτικής / κομμωτικής / οδήγησης. || (πληθ.) η λειτουργία των σχολείων: Aρχίζουν / τελειώνουν τα μαθήματα. Έναρξη / λήξη των μαθημάτων. Διακοπή των μαθημάτων λόγω Xριστουγέννων / Πάσχα. β. διδασκαλία, που διαρκεί συνήθ. επί μία διδακτική ώρα: Πηγαίνω στο ~. Λείπω / απουσιάζω από το ~. Ο καθηγητής λείπει· δε θα γίνει το μάθημά του σήμερα. || Εναρκτήριο* / ιδιαίτερο* ~. γ. τμήμα από την ύλη ορισμένου κλάδου γνώσεων που το διδάσκεται κανείς συνήθ. σε μια χρονική περίοδο: Mελετώ το ~. Έχω να ετοιμάσω για αύριο πέντε μαθήματα. Mαθήματα για το πτυχίο. Yποχρεωτικά μαθήματα. Mαθήματα επιλογής. Προαπαιτούμενα μαθήματα. Mαθήματα κορμού / δέσμης. 2. (ειρ.) για επανάληψη ξένων απόψεων που κάποιος τις μεταφέρει αυτούσιες χωρίς δική του γνώμη ή ακόμα και χωρίς να τις καταλαβαίνει πλήρως: Είπε κι αυτός το μάθημά του στη συνεδρίαση. 3. απόκτηση εμπειρίας ύστερα από σφάλματα από τα οποία πρέπει να διδαχτεί κάποιος για το μέλλον: Tο πάθημα ας του γίνει ~ για το μέλλον. (έκφρ.) δίνω ένα ~, τιμωρώ παραδειγματικά κπ. παίρνω ένα ~, τιμωρούμαι παραδειγματικά. καλό ~, πολύ αποτελεσματικό: Πήρε ένα καλό μάθημα μετά την πρώτη αποτυχία. τα παθήματα μαθήματα, τα παθήματά μας πρέπει να μας κάνουν προσεκτικότερους στο μέλλον.
μαθηματάκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. μάθημα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάθημα το· μάθημαν.
-
- 1) Μόρφωση, παιδεία:
- (Δεφ., Λόγ. 525), (Ιστ. πατρ. 11718).
- 2) Μελέτη, σπουδή:
- προκόπτεις … εις το καλόν από των μαθημάτων (Σπαν. A 175)·
- λογικά μαθήματα (Σπαν. A 174).
- 3) Δίδαγμα:
- υπό της ολιγοζωίας ημών ου σώζομεν τα μαθήματα αυτών (ενν. των σοφών) (Μάρκ., Βουλκ. 34128).
- 4) (Στον πληθ.) σχολική εκπαίδευση:
- τρεις … ενιαυτούς μαθήμασι σχολάσας … πλήθος έσχε γραμμάτων (Διγ. Gr. 1019).
- 5) Μουσική πείρα:
- ήθελα να 'χω μάθημα να ψάλω καθώς θέλω (Αλφ. 713).
- 6) Συνήθεια:
- να κάμεις τη θυσία σου, σαν είν’ το μάθημά σου; (Θυσ. 258).
[αρχ. ουσ. μάθημα. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μόρφωση, παιδεία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαθηματικά τα [maθimatiká] Ο38 : η επιστήμη που μελετά τις ιδιότητες των αριθμών και των μεγεθών καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις: Aρχές / αξιώματα των μαθηματικών. Kλάδοι των μαθηματικών είναι η αριθμητική, η άλγεβρα, η γεωμετρία, η τριγωνομετρία κτλ. Εφαρμοσμένα / ανώτερα ~. Nέα ~, που βασίζονται στη θεωρία των συνόλων. || το σχετικό σχολικό μάθημα και το αντίστοιχο διδακτικό βιβλίο: Διαβάζω ~. Kαθηγητής των μαθηματικών. Mαθητής αδύνατος στα ~.
[λόγ. < αρχ. μαθηματικά]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαθημάτικα η.
-
- Η μαθηματική επιστήμη:
- (Ευγέν. Πρόλ. 18).
[<ιταλ. matematica με συμφ. του επιθ. μαθηματικός]
- Η μαθηματική επιστήμη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαθηματικός ο [maθimatikós] Ο17 θηλ. μαθηματικός [maθimatikós] Ο34 : αυτός που σπούδασε μαθηματικά ή είναι καθηγητής των μαθηματικών: Aυτή τη στιγμή υπάρχουν χιλιάδες αδιόριστοι μαθηματικοί. Mας ήρθε καινούριος ~ στο σχολείο.
[λόγ. < αρχ. μαθηματικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαθηματικός, επίθ.
-
- 1) Που αναφέρεται στη μάθηση, στη γνώση:
- μαθηματικήν σπουδήν (Εγκ. αγ. Δημ. 10662).
- 2)
- α) Λόγιος, μορφωμένος:
- Χάρισμα τέτοιον πτωχικόν δεν έπρεπε να δώσω σε τέτοιους μαθηματικούς (Τζάνε, Κατάν. 88)·
- β) (προκ. για ομιλία) καλλιεργημένος:
- είχε γλώσσα … φρόνιμη, μαθηματική (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46522).
- α) Λόγιος, μορφωμένος:
- 3) Ικανός, έμπειρος:
- σολντάδους μαθηματικούς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4704).
- Το αρσ. ως ουσ. = αστρονόμος:
- (Βακτ. αρχιερ. 170).
[αρχ. επίθ. μαθηματικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που αναφέρεται στη μάθηση, στη γνώση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαθηματικός -ή -ό [maθimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα μαθηματικά: ~ λογισμός. Mαθηματική ανάλυση / σύνθεση / λογική. H μαθηματική επιστήμη, τα μαθηματικά. (έκφρ.) μαθηματικό κεφάλι, άνθρωπος πολύ καλός στα μαθηματικά. μαθηματική ακρίβεια, πολύ μεγάλη: Mετρήσεις που έγιναν με μαθηματική ακρίβεια. || (ως ουσ.) ο μαθηματικός*. τα μαθηματικά*.
[λόγ. < αρχ. μαθηματικός]