Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάζα η [máza] Ο25 : 1. (φυσ.) η ποσότητα της ύλης που υπάρχει σε κάθε σώμα: Mονάδες μετρήσεως της μάζας. Mοριακή / ατομική ~, που υπάρχει στο μόριο / στο άτομο κάθε σώματος. Σχετική / κρίσιμη ~. Ειδική ~, πυκνότητα. 2α. ποσότητα, ιδίως μεγάλη, από κτ.: ~ θερμού αέρα. Kατά μάζες, για μεγάλη ποσότητα ή μεγάλο πλήθος. β. σύνολο πραγμάτων, όμοιων ή διαφορετικών, ή και προσώπων. (έκφρ.) μία ~, για ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο: Aνακατεύουμε το βούτυρο με τα αυγά, έως ότου γίνουν μία ~. η (μεγάλη) ~, το μεγαλύτερο τμήμα ενός συνόλου, ο κύριος όγκος: Εκπαιδευτικό σύστημα που αφήνει τη (μεγάλη) ~ του λαού έξω από κάθε παιδεία. || Ύστερα από το σιδηροδρομικό δυστύχημα όλα έγιναν μια άμορφη ~. 3. (συνήθ. πληθ.) το μεγάλο πλήθος του λαού σε αντίθεση με τους λίγους: Εκπαίδευση / ψυχαγωγία των μαζών. Ψυχολογία των μαζών. Προπαγάνδα με μεγάλη απήχηση στις μάζες. Λαϊκές / εργαζόμενες μάζες, σε αντίθεση με τους πλουσίους.
[2β: ελνστ. μᾶζα, αρχ. σημ.: `κριθαρόψωμο΄· 1, 2α, 3: λόγ. < αρχ. μᾶζα & σημδ. γαλλ. masse < λατ. massa < αρχ. μᾶζα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάζα η.
-
- 1) Όγκος, σωρός:
- έκαμνεν μάζες τον ασβέστην με το αστράκιν (Hagia Sophia ω 51625).
- 2)
- α) Συστάδα χόρτων, θάμνων ή δένδρων:
- 'Σ τούτην την μάζαν των κλαδιών θε να κρυφτώ (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1281])·
- β) πιθ. προκ. για θαλάσσια βλάστηση (αν δεν πρόκ. εδώ για συσσώρευση στερεών υλικών):
- το φούντος … έναι σαβούρα ψιλή και απάνω της έχει … μάζες (Πορτολ. Α 3534).
- α) Συστάδα χόρτων, θάμνων ή δένδρων:
[αρχ. ουσ. μάζα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Όγκος, σωρός:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαζαλάς ο.
-
- Πυρσός:
- έφερον … πυρ μετά μαζαλάδων (Καναν. 310).
[<τουρκ. maşala, αραβ. προέλ. (Χλωρός 1685). Τ. ‑σα‑ και ‑σια‑ σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange (λ. ‑άδες)]
- Πυρσός: