Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάγουλο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάγουλο το [máγulo] Ο41 : 1α. το καθένα από τα δύο τμήματα του ανθρώπινου προσώπου που βρίσκονται ανάμεσα στο μάτι, το αυτί, το σαγόνι και τη μύτη: Φιλώ κάποιον στο ~. Mάγουλα βαθουλωμένα από την αδυναμία. Συμπλήρωσε το μακιγιάρισμά της με λίγο ρουζ στα μάγουλα. Xορεύουν ~ με ~. (έκφρ.) ρουφηγμένα μάγουλα, αδυνατισμένα. β. το αντίστοιχο τμήμα του προσώπου ορισμένων ζώων: Tα μάγουλα του αλόγου / του μοσχαριού. 2. (μτφ.) για το καθένα από τα δύο πλευρικά τμήματα διάφορων αντικειμένων που προεξέχουν και μοιάζουν με μάγουλα: Tα δύο μάγουλα της ρόδας των αυτοκινήτων / της πλώρης των πλοίων. ΦΡ κάνει κτ. ~, προεξέχει. μαγουλάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 1.

[ελνστ. μάγουλον < λατ. magul(um) -ον]

[Λεξικό Κριαρά]
μάγουλο(ν) το.
  • 1) Η κάτω σιαγόνα (πβ. και κατωμάγουλον):
    • (Διγ. Gr. 1086).
  • 2) Μάγουλο:
    • Μάγουλα ροδοκόκκινα (Βέλθ. 703).

[μτγν.(;) ουσ. μάγουλον, που απ. και σε σχόλ. (L‑S Suppl., TLG). Η λ. και σήμ. (‑ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαγουλοσύρνομαι.
  • Ξεσχίζω με τα νύχια τα μάγουλά μου:
    • κλαίει, … μαγουλοσύρνεται σκληρά (Σπαν. (Ζώρ.) V 447).

[<ουσ. μάγουλο(ν) + σύρνομαι. Τ. ‑σέρνομαι σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες