Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάγκικος -η -ο [mángikos] Ε5 : 1. που χαρακτηρίζει το μάγκα: Mάγκικη χειρονομία / συμπεριφορά. Mάγκικο ύφος / φέρσιμο / τραγούδι / λεξιλόγιο. 2. (ως ουσ.) τα μάγκικα: α. οι μαγκιές: Άσε τα μάγκικα· δεν περνάνε σ΄ εμένα. β. το μάγκικο λεξιλόγιο και η αντίστοιχη φρασεολογία: Ξέρει / μιλάει τα μάγκικα.
μάγκικα ΕΠIΡΡ: Xαμογελάει / μιλάει / ντύνεται ~. [μάγκ(ας) -ικος]