Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάγιστρος ο [májistros] Ο19 : (ιστ.) ανώτατο στρατιωτικό και πολιτικό αξίωμα στο Bυζάντιο και στην αρχαία Ρώμη.
[λόγ. < ελνστ. μάγιστρος < μαγίστρος (μετακ. τόνου ίσως με βάση τη γεν.) < λατ. magistr- (magister [magí-] ) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάγιστρος ο.
-
- Τίτλος αξιωματούχων του βυζαντινού κράτους:
- (Hagia Sophia α 4364, ω 50916).
- Έκφρ. μέγας μάγιστρος = ο διοικητής δυτικού μοναχικού τάγματος (συν. των Ιωαννιτών):
- (Byz. Kleinchron. Á 31212).
[μτγν. ουσ. μάγιστρος (L‑S Suppl.)]
- Τίτλος αξιωματούχων του βυζαντινού κράτους:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγίστρος ο,
- βλ. μαΐστρος (Ι).