Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάγισσα η· μάισσα.
-
- Μάγισσα:
- μάισσα που κατέβαζε τον ουρανό με τ' άστρα (Ερωτόκρ. Δ́ 892).
[<ουσ. μάγος + κατάλ. ‑ισσα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε σχόλ. (Steph., TLG) και σήμ.]
- Μάγισσα: