Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λώρος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λώρος ο [lóros] Ο18 : κυρίως στον όρο ομφάλιος ~: α1. (ανατ.) μακρύ και λεπτό στέλεχος που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα: Aποκοπή του ομφάλιου λώρου, αφαλόκομμα. α2. ειδικό σχοινί που συνδέει τον αστροναύτη με το διαστημόπλοιο, όταν βγαίνει από αυτό. β. (μτφ.) στενή σχέση, δεσμός που συνδέει κτ. με κτ. άλλο και όπου το ένα από τα συνδεόμενα κατέχει συνήθ. κεντρική θέση σε σχέση με το άλλο: H θρησκεία αποτελεί ακόμα σε σημαντικό βαθμό τον ομφάλιο λώρο μεταξύ του απόδημου ελληνισμού και της μητέρας πατρίδας. || Kόβω τον ομφάλιο λώρο, καταργώ μια σχέση, ένα δεσμό, αποσυνδέω, ανεξαρτητοποιώ, αυτονομώ: H κατάργηση του σταυρού στα ψηφοδέλτια κόβει τον ομφάλιο λώρο που συνδέει το βουλευτή με την εκλογική πελατεία του.

[λόγ. < ελνστ. λῶρος `λουρίδα΄, ο όρος μτφρδ. γαλλ. cordon ombilical]

[Λεξικό Κριαρά]
λώρος ο· λούρος.
  • 1) Δερμάτινο λουρί, ιμάντας:
    • (Λεξ. I 72).
  • 2) Είδος πολυτελούς κεφαλόδεσμου των Βυζαντινών αυτοκρατόρων:
    • Λώρος λέγεται ένα λουρί πλατύ, στρογγύλον ή ένα ζωνάρι, το οποίον εφορούσαν εις την κεφαλήν μετά λίθων τιμίων και μαργαριτάρων (Χρον. 312
    • να φορεί το λώρον τον βασιλικόν εις την κεφαλήν (Χρον. 312).
  • Ο τ. ως τοπων.:
    • (Ευγέν. 481).

[μτγν. ουσ. λώρος. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. στην έκφρ. ομφάλιος λώρος]

[Λεξικό Κριαρά]
λωρός, επίθ.,
βλ. λορός.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες