Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λύω [lío] -ομαι Ρ9α μπε. λυόμενος* : (λόγ.) λύνω, κυρίως στις σημ. I3, II1, 2: Λύεται η συνεδρίαση, παίρνει τέλος, τελειώνει. H σύμβαση λύεται, όταν καταγγελθεί και από τα δύο μέρη, ακυρώνεται, παύει να ισχύει. Λύεται η συνέχεια του δέρματος, διακόπτεται. || (στρατ. παράγγελμα): Tους ζυγούς λύσατε, διαλυθείτε.

[λόγ. < αρχ. λύω]

[Λεξικό Κριαρά]
λύω ‑ λύνω· λυώ· γ́ εν. λει· γ́ πληθ. λυού· λυούσινε.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Ξελύνω, ανοίγω, βγάζω:
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3866), (Αχιλλ. L 464).
      • 2)
        • α) Ελευθερώνω:
          • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34820
        • β) αποδεσμεύω:
          • να έλθει (ενν. ο Πρίαμος) εις τας νήας των Ελλήνων, διά να λύσει τον υιόν του (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΔ́ [43]
        • γ) σώζω:
          • ου θέλω τινάς θάνατον να φύγει και να λύσει την ζωήν του (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [83]
        • δ) (μεταφ.) απαλλάσσω από κατάδεσμο:
          • έρχεται η αγία Βαρβάρα … λύσαι την κεφαλήν και τον μυελόν (Ιατροσόφ. 7514).
      • 3)
        • α) Λειώνω, διαλύω:
          • (Ιερακοσ. 39319), (Ιστ. πατρ. 1187
        • β) σπάζω:
          • δώσω το κεφάλι μου στον τοίχον να το λύσω (Ριμ. Βελ. ρ 732).
      • 4) Δίνω λύση:
        • (Σφρ., Χρον. 1183).
      • 5) (Προκ. για όνειρο) ερμηνεύω:
        • (Αλεξ. 164).
      • 6) Σταματώ, καταπαύω:
        • (Διγ. Gr. 101).
      • 7) Καταργώ, ακυρώνω:
        • (Ελλην. νόμ. 55213).
      • 8) (Προκ. για όρκο) παραβαίνω, καταπατώ:
        • (Σαχλ. Β́ P 40), (Σφρ., Χρον. 15817).
      • 9) (Προκ. για αμαρτίες) συγχωρώ:
        • λύει (ενν. ο Θεός) τας αμαρτίας (Ιστ. Βλαχ. 2293· Πένθ. θαν. 393).
      • 10) Εξοφλώ, ξεχρεώνω:
        • (Ασσίζ. 3469).
      • 11) Καταστρέφω, φθείρω:
        • ο ήλιος τα θεμέλια σου λει τα, γοργό χαλούσι (Ερωτόκρ. Γ́ 125).
      • 12) Διαλύω· (εδώ) αφαιρώ τις σάρκες:
        • τόσον τα έλυσαν (ενν. τα πλευρά του αγίου) οπού εγυμνώθησαν ολότελα … από το κρέας (Ροδινός 229).
      • 13) Απομακρύνω:
        • λύσον μου τας πολυπλόκους θλίψεις (Προδρ. IV 12).
      • 14) Αντικρούω:
        • όσα λέγουσι τινές κατά της πίστεως ταύτης δυνάμεθα λύειν ευκόλως (Ιστ. πατρ. 934).
      • 15) (Με την πρόθ. εις) διαιρώ:
        • ποιούμεν τα ή επί τα ιγ́ γίνονται ρδ́ και λύομεν εις δ́ (Rechenb. (Vog.) 903).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Ξεδένομαι· ελευθερώνομαι:
        • (Πανώρ. Ά 23).
      • 2)
        • α) Λειώνω, διαλύομαι· καταστρέφομαι:
          • (Απόκοπ. 412), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 35513), (Γεωργηλ., Θαν. 545
        • β) σαπίζω:
          • (Χρον. 307).
      • 3) (Προκ. για πλοίο) σαλπάρω, αποπλέω:
        • έλυσαν εκ τον λιμέναν (Αχέλ. 1835).
  • IΙ. Μέσ.
    • 1)
      • α) Διαλύομαι· εξαφανίζομαι:
        • άλας να λύεται (Σπανός A 451
        • ως όνειρον ελύθηκε το πράγμα όσον είδε (Βέλθ. 724
      • β) (μεταφ.) λειώνω από στενοχώρια, στενοχωριέμαι πολύ:
        • (Σπαν. Α 27).
    • 2) (Προκ. για γάμο) διαλύομαι, λύομαι:
      • εκείνος ο γάμος δύνεται πάλιν να λυθεί, εάν θελήσουσιν αμφότεροι να εμπούν εις μοναστήριον (Ελλην. νόμ. 53512).
    • 3)
      • α) Χαλαρώνω:
        • τα κεραμίδια ελύθησαν, το στέγος εσαπρώθη (Προδρ. Ι 77
      • β) παραλύω:
        • ελύθησαν οι ώμοι μου εκ την ιδέαν του αγγέλου (Διγ. Esc. 1771).
    • 4) Καταπαύω, τελειώνω:
      • η μάχη λύθηκεν (Αχέλ. 2539).
    • 5) Απαλλάσσομαι από χρέος:
      • να πουλήσουν (ενν. οι εγγυτάδες) απέ το ποίον να λυθεί (ενν. ο χρειοφελέτης) (Ασσίζ. 31519).
  • Φρ.
  • 1) Λύω και δένω = αποφασίζω, ενεργώ κατά βούληση:
    • την εξουσίαν τού έδωκε (ενν. ο Χριστός στον άγιο Πέτρο) να δέσει και να λύσει (Χρον. Μορ. H 777).
  • 2) Λύω σωφροσύνην = παύω να φέρομαι φρόνιμα:
    • (Σωσ. 29).
  • 3) Λυούσι τ’ άντερά (μου), βλ. έντερο(ν) φρ. β.
  • 4) Λύω τη γλώσσα = μιλώ:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1388]).
  • 5) Λύω την κοιλία = προκαλώ αφόδευση:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 53924).
  • 6) Λύω το πουγκάκι μου = πληρώνω:
    • (Σαχλ. Β́ P 608).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Μαλακωμένος, τρυφερός:
      • ήταν λυμένη η καρδία της ρήγαινας (Μαχ. 5481).
    • 2) Απομακρυσμένος:
      • τα στήθη και οι ώμοι πλατείς και μη συμπεπιλημένοι, αλλά λελυμένοι απ’ αλλήλων (Κυνοσ. 5899).
    • 3) Πληγιασμένος, κατασπαραγμένος:
      • η ράχη τους λυμένη και τα πετσιά της ράχης τους εν ξέρουσι πού ένι (Άσμα Μάλτ. 62).
  • [αρχ. λύω. Ο τ. λυώ στο Βλάχ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες