Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λύσιμο το [lísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λύνω, συνήθ.: 1α. για τη χαλάρωση αυτού που είναι δεμένο(ς): Tο ~ του κόμπου / της γραβάτας. β. για την απαλλαγή από δέσιμο: Tο ~ του σκύλου. γ. αποσυναρμολόγηση: Tο ~ του όπλου είναι πιο εύκολο από το δέσιμο. 2. (μτφ., προφ.) τερματισμός μιας κατάστασης: Tο ~ της πολιορκίας. 3. (προφ.) α. εύρεση του ζητουμένου: Tο ~ του προβλήματος. β. εξήγηση, ερμηνεία: Tο ~ του μυστηρίου.
[λυσ- (λύνω) -ιμο (πρβ. ελνστ. λύσιμον `λύση΄)]