Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύπη
18 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λύπη η [lípi] Ο30 : ANT χαρά. 1. έντονο συναίσθημα μεγάλου ψυχικού πόνου, που προέρχεται συνήθ. από ένα δυσάρεστο γεγονός: Ο θάνατος του αδελφού της τη γέμισε με ~. H ζωή έχει πολλές λύπες και λίγες χαρές. Mοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες της ζωής. (έκφρ.) μοιρασμένη* ~, μισή ~. 2. συναίσθημα οίκτου, συμπόνιας προς κπ.· λύπηση: Οι σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε, τον έκαναν να μη νιώθει ~ για κανέναν και για τίποτα. Mου φέρθηκε τόσο άσκημα, που δε νιώθω καμιά ~ γι΄ αυτόν ό,τι και αν του συμβεί. 3. στενοχώρια, δυσαρέσκεια για κτ. δυσάρεστο, για κτ. που συνέβη παρά την επιθυμία ή τη θέληση κάποιου: Aισθάνομαι πραγματική ~ για όσα συνέβησαν. Mε ~ μου διαπιστώνω πως δεν τηρήθηκαν οι όροι της συμφωνίας. H κυβέρνηση εκφράζει τη ~ της για το ατυχές συμβάν.

[αρχ. λύπη]

[Λεξικό Κριαρά]
λύπη η.
  • 1) Στενοχώρια, θλίψη:
    • (Ιμπ. 315), (Κυπρ. ερωτ. 84).
  • 2) Συμπόνια, ανθρωπιά:
    • (Ερωφ. Δ́ 432
    • κλάηματα δε τζη βάνου λύπη καμιάν εις την καρδιά (Πανώρ. Ά 128).
  • 3) Παράπονο, καημός:
    • (Παλαμήδ., Βοηβ. 682
    • να ένι τούτο εις κουφισμόν της καρδιακής μου λύπης (Λίβ. Sc. 2217).
  • 4) Βάσανο:
    • της φυλακής την λύπη (Σαχλ. Β́ P 234).
  • Φρ.
  • 1) Άγω ή φέρω λύπην = πενθώ:
    • (Διγ. Ζ 4237), (Διγ. ́Ανδρ. 40620).
  • 2) Έχω (πρός τινα) λύπην = συμπονώ, δείχνω ανθρωπιά:
    • (Πανώρ. Ά 120
  • 3) Κάμνω ή ποιώ λύπην = θρηνώ:
    • (Ιμπ. 186), (Μαχ. 68222).
  • 4) Λαμβάνω ή παίρνω λύπην = λυπάμαι, προσβάλλομαι:
    • (Ιστ. πατρ. 1306·), (Ερωτοπ. 408).

[αρχ. ουσ. λύπη. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπημένα, επίρρ.
  • Με λύπη, θλιμμένα:
    • να … κλάψει … λυπημένα (Πανώρ. Ά 64
    • να γράφω λυπημένα (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 743).

[<μτχ. παρκ. του λυπώ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυπημένος -η -ο [lipiménos] Ε3 μππ. του λυπώ : που νιώθει λύπη, ψυχικό πόνο. ANT χαρούμενος: Tην είδα πολύ λυπημένη. Είναι πολύ ~ που χώρισε με τη γυναίκα του. λυπημένα ΕΠIΡΡ: Tον κοίταζε ~.

[μσν. λυπημένος μππ. του λυπώ]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπηρά, επίρρ.
  • Με λύπη:
    • Μοιρολογείται λυπηρά κλαίουσα μετά πόνου (Καλλίμ. 2360).

[<επίθ. λυπηρός]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπηρός, επίθ.· λυπερός.
  • 1) Που προκαλεί λύπη, θλιβερός:
    • (Διγ. Gr. 1937), (Αλφ. ξεν. Αθ. 50).
  • 2) Λυπημένος, θλιμμένος:
    • τον κόντον ηύραν λυπηρόν (Χρον. Μορ. H 184).
  • 3) Πένθιμος:
    • με ρούχα μαύρα, λυπηρά (Θησ. Β́ [263]).
  • Το ουδ. ως ουσ. = λύπη:
    • (Καλλίμ. 8).

[αρχ. επίθ. λυπηρός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυπηρός -ή -ό [lipirós] Ε1 : που προξενεί λύπη, δυσαρέσκεια: Λυπηρό συμβάν / γεγονός / επεισόδιο. λυπηρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. λυπηρός]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπηρούμαι.
  • Λυπούμαι:
    • μέρος καμάριν είχασιν και μέρος λυπηρούνται (Βυζ. Ιλιάδ. 323).

[<επίθ. λυπηρός κατά το λυπούμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λύπηση η [lípisi] Ο33α : συναίσθημα οίκτου, συμπόνιας για κπ. ή για κτ.: Έτσι που κατάντησε, είναι για ~.

[μσν. λύπηση < λύπησις < λυπη- (λυπώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπησία η.
  • Οίκτος, ευσπλαχνία:
    • μικρούς, μεγάλους πιάνουσιν χωρίς την λυπησίαν (Θρ. Κύπρ. 169).

[<ουσ. λύπησις ‑ση αναλογ. με ουσ. σε ία. Η λ. και τ. ‑ιά σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες