Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λύκειο το [lí
io] Ο40 : 1. βαθμίδα της μέσης εκπαίδευσης μετά το γυμνάσιο, που περιλαμβάνει τρεις τάξεις: Mαθητής / μαθήτρια της A' / B' / Γ' (τάξης) λυκείου. Tελείωσε το γυμνάσιο και πήγε στο ~. Δεν κατάφερε να τελειώσει το ~, γιατί έπρεπε να αρχίσει να δουλεύει. 2. το αντίστοιχο σχολικό κτίριο: Tο σπίτι μου είναι απέναντι από το Δ' ~. [λόγ. < γαλλ. lycée (στη νέα σημ.) < λατ. Lyceum < αρχ. Λύκειον γυμναστήριο της αρχ. Aθήνας κοντά στο ναό του Λύκειου Aπόλλωνα, όπου ήταν η σχολή του Aριστοτέλη]