Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λόχμη η [lóxmi] Ο30 : τμήμα δάσους με πολύ πυκνή θαμνώδη βλάστηση: Στις λόχμες βρίσκουν καταφύγιο τα άγρια ζώα και τα θηράματα.
[λόγ. < αρχ. λόχμη]