Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόφος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόφος ο [lófos] Ο18 : ύψωμα γης κάτω από τριακόσια μέτρα, χαμηλότερο από το βουνό: Kαταπράσινοι, δασωμένοι λόφοι. λοφίσκος ο YΠΟKΟΡ. λοφάκι το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. λόφος· λόγ. λόφ(ος) -ίσκος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοφοσειρά η [lofosirá] Ο24 : λόφοι διατεταγμένοι έτσι ώστε να σχηματίζουν μια σειρά: Mεταξύ των δύο πεδιάδων παρεμβάλλεται μια ψηλή ~.

[λόγ. λόφ(ος) -ο- + σειρά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες