Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λότο το [lóto] & λόττο το [lóto] Ο (άκλ.) : τυχερό παιχνίδι, κατά το οποίο ο κάθε παίκτης, από μια σειρά αριθμών που είναι τυπωμένοι πάνω σε δελτία, επιλέγει τυχαία ορισμένους, οι οποίοι, αν κληρωθούν, του αποφέρουν χρηματικά κέρδη: Παίζω μανιωδώς ~ κάθε βδομάδα. Kέρδισε ένα υπέρογκο ποσό στο ~.
[ιταλ. lotto (και με ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λότος ο [lótos] Ο18 : η λοταρία.
[ιταλ. lotto -ς (αρσ. κατά το κλήρος)]