Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λόρδος ο [lórδos] Ο18 θηλ. λαίδη* : αγγλικός τίτλος ευγενείας: Ο ~ Bύρων. H βουλή των Λόρδων, νομοθετικό σώμα της Aγγλίας.
[λόγ. < αγγλ. lord -ος (ορθογρ. δαν.)]