Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόξα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόξα η [lóksa] Ο25α : (για πρόσ.) 1. ιδιότροπη, περίεργη συμπεριφορά ή αντίληψη· παραξενιά, τρέλα: Ο καθένας με τις λόξες του. Όταν τον πιάνουν οι λόξες του, γίνεται άλλος άνθρωπος. 2. συνεχής, υπερβολική ενασχόληση με ένα αντικείμενο ή μια δραστηριότητα· μανία: Έχει ~ με τις μοτοσικλέτες / με τα γραμματόσημα / με τη μαγειρική / με την καθαριότητα.

[λοξ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
λόξα η.
  • (Προκ. για αγροτική γη) τμήμα χωραφιού που προεκτείνεται σε διπλανό χωράφι:
    • (Βαρούχ. 2999).

[<επίθ. λοξός + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λοξά, επίρρ.
  • α) Πλάγια, δίπλα:
    • λοξά παγαίνει προς τον αυθέντην με πολλήν ευλάβειαν (Παλαμήδ., Βοηβ. 1276
  • β) στραβά, λανθασμένα:
    • Επεί λοιπόν γνωρίζομεν λοξά περιπατούμεν, πρέπει … άλλην οδό να πιάσομεν (Πένθ. θαν. 569).

[<επίθ. λοξός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες