Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λόμπι το [lóbi] Ο (άκλ.) : ομάδα συμφερόντων από πρόσωπα που με παρασκηνιακές συνήθ. ενέργειες και πιέσεις επιδιώκουν να επηρεάζουν τα κέντρα λήψης αποφάσεων (το κοινοβούλιο, την κυβέρνηση κτλ.) με στό χο την εξυπηρέτηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους: Tο ~ των Ευρω παίων βιομηχάνων πιέζει την Ευρωπαϊκή Ένωση για περιορισμό των εισαγωγών από την Iαπωνία. Tο ελληνικό / το εβραϊκό / το τουρκικό ~ στις HΠA.
[λόγ. < αγγλ. lobby]