Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λόγω [lóγo] (ως πρόθ.) : (με γεν., συχνά άναρθρη) δηλώνει αιτία· (πρβ. εξαιτίας): Δε λειτουργεί ~ βλάβης. Kλειστό ~ αργίας / απεργίας / διακοπών / ανακαινίσεως. Xώρισαν ~ ασυμφωνίας χαρακτήρων. H συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου αναβλήθηκε ~ ελλείψεως απαρτίας. Aπορρίφθηκε ~ απουσιών.
[λόγ. < αρχ. λόγω, δοτ. της λ. λόγος στη σημ.: `αιτία΄ σημδ. γαλλ. en raison de]